16 Δεκ 2011

Προς Το υπουργείο εργασίας

Ανεργία,
για την οποία γίνεται τόση φασαρία,
κρίση, σου λέει,
αυξάνεται.
Η ΕΛΣΤΑΤ ανακοίνωσε επίσημα στοιχεία.
Οργανώνουν πορείες,
κλείνουν τους δρόμους,
η Παναγή Τσαλδάρη
γέμισε με μπάτσους
κι οι Πακιστανοί είναι εκεί γύρω
και σέρνονται στους δρόμους
άστεγοι και κουρελοντυμένοι
και χορτασμένοι απ' τα σκουπίδια.
Τα Πρεζάκια είναι εκεί γύρω
και κουδουνίζουν κέρματα και κερματάκια
για μια τελευταία δόση ηρωίνης,
υψηλής περιεκτικότητας σε τριμμένο depon.
Από αλουμινόχαρτα από χέρια Αλγερινών
που είναι, επίσης, εκεί γύρω
κι εκμεταλλεύονται,
όντες θύματα εκμετάλλευσης απ' τους δουλευταράδες.
Τέλος πάντων, η Πειραιώς
γεμίζει με μπάτσους
κι η ανεργία
αυξάνεται
ολοένα και
αυξάνεται
ξεχνώντας
ότι
ήταν
ήδη
αυξημένη
εκεί γύρω.
                         Ι.Α.
Ερώτηση: Πόσο ζοφερός είναι ο κόσμος γύρω μας μέχρι να γίνει κι ο δικός μας λίγο, εξίσου ή και περισσότερο ζοφερός;

10 Δεκ 2011

Έτσι Σταυροκοπιούνται οι Ισπανοί Άγιοι (part 2)

 -Τι έκανε χτες το απόγευμα ο εγγονός της γριάς του 4Β, στου Κ.;
 -Μου έχει πει ότι τον βοηθάει στα μαθήματα.
 -Θα το χαλάσει το παιδί! Τι δουλειά έχει ο 18χρονος με τον 30άρη;
 -Κι εγώ αυτό λέω, προσπάθησα να της το φέρω απ’ έξω-απ’ έξω, να της βάλω μυαλό, ν’ ανοίξει τα μάτια της. Όχι, αυτή εκεί, άσ’ το λέει, μπας και ξεστραβωθεί και διαβάσει τίποτα, μη μείνει στην ίδια τάξη. Βρε, της λέω, θα μάθει άλλα πράγματα εκεί, όχι σχολικά, απ’ τ’ άλλα, θα κινδυνέψει το παιδί.
 -Γέρασε μωρέ και ξεκούτιανε η γριά, τι ψάχνεις;
 -Μου ‘πε ότι τον έπιασε και να καπνίζει.
 -Σώπα! Και τι έκανε;
 -Τον έβαλε λέει να ορκιστεί ότι δε θα το ξανακάνει.
 -Και δέχτηκε;
 -Ναι.
 -Πού ορκίστηκε;
 -Στη ζωή της.
 -Αμαρτία!
 Σταυροκοπήθηκαν.
                                                                       ***
 -Τα ‘μαθες; Ο Μήτσος έχει σχέση με τη χωριζμένη του 2Γ.
 -Χμ, κάτι άκουσα. Μα αυτή δεν τα έχει με τον Τάκη, τον παντρεμένο;
 -Ε απ’ ότι φαίνεται είναι κανονική πόρνη, με λεφτά.
 -Το ‘ξερα εγώ! Κι αυτός ο άντρας, που και καλά είναι αδερφός της, πελάτης είναι.
 -Ναι χρυσή μου, εννοείται!
 -Κι εσύ πώς το ‘μαθες αυτό για το Μήτσο;
 -Της το ‘παιξα φίλη και καλά, για να την κάνω να μου ομολογήσει όσα ξέρει για τον Τάκη. Και μέσα σ’ όλα μου ‘πε και για το Μήτσο.
 -Καλά δεν ντράπηκε;
 -Όχι παιδί μου, κανονική πόρνη, αυτές δεν ντρέπονται, το ‘χουν και καμάρι!
 -Κι ο Μήτσος τι δουλειά έχει κάθε λίγο και λιγάκι στου Κ.;
 -Σαν πελάτης φαίνεται. Αυτή πρέπει να δουλεύει για τον Κ.! Είδες το κωλόπαιδο; Το παίζει και φτωχό κι εκμεταλλεύεται τους καημένους τους Σταύρηδες που του προσφέρουν το σπίτι τους! Βρε λες να τους δίνει προμήθεια απ’ τα κέρδη;
 -Μα δεν ακούς τι λένε και για τον Σταύρο; Ότι μπαινοβγαίνει στο διαμέρισμα της φοιτητριούλας του 3Δ και καλά ότι την ε-νι-σχύ-ει οικονομικά.
 - Χριστός και Παναγία!
 Σταυροκοπήθηκαν.
                                                                          ***
 -Γεια σου Μήτσο.
 -Γεια σου ρε Κ. τι κάνεις;
 -Καλά μωρέ. Κάτσε να σου φέρω τα λεφτά. Να, ορίστε.
 Ο Μήτσος αγνοεί τα χρήματα, μπαίνει στο διαμέρισμα και κάθεται σε μια πολυθρόνα στο σαλόνι. Ο Κ., όρθιος, τον ρωτάει.
 -Τι έγινε, είσαι κουρασμένος;
 -Άσ’ τα σου λέω, κομμένος εντελώς, πτώμα είμαι.
 -Πολλή δουλειά;
 -Ναι, άσε, πολύ γαμήσι ρε φίλε.
 -Έχουν αρχίσει τα σούσουρα ρε Μήτσο, κόψε καλύτερα τις επαφές με την κυρά στο 2Γ. Το ‘μαθα κι εγώ.
 -Αυτό τις πειράζει τις πουτάνες ή πού ανακαλύψανε ξαφνικά ότι καμιά δεν μπορεί να μ’ έχει αποκλειστικό; Και δε φταίω ‘γω, Αυτές μου ρίχνονται! Πάω για τα κοινόχρηστα και μου δείχνουν τις κιλότες που τους έστειλε για πλύσιμο η κόρη, τις τσόντες που βλέπουν οι γιοι τους, το φλεβίτη στη γάμπα που θέλει γιατρό και ό,τι γαμημένη δικαιολογία μπορείς να φανταστείς!
 -Τι λες ρε Μήτσο;
 -Αυτό που σου λέω! Όλες τις πηδάω! Και τη χωριζμένη με τον παντρεμένο στο 2Γ και τη χήρα στο 4Α και τη γριά στο 4Β και την παντρεμένη με τη νύφη στο 1Ε, η νύφη δε μου κάθεται βέβαια ακόμα, αλλά πού θα πάει; Θα μου κάτσει!
 -Μπορεί να μη σε θέλει ρε Μήτσο, έχει μικρό παιδί.
 -Τι μας λες; Αφού όλες πουτάνες είναι ρε μαλάκα. Πάνε στην εκκλησία, στο δωματιάκι να ‘ξομολογηθούν, και καλά, και κάνουν τον παπά να χρειάζεται παγωμένα λουτρά μ’ αυτά π’ ακούει ο χριστιανός. Όλη τη βδομάδα πήδημα και τα Σάββατα ΄ξομολόγηση, πηδάνε τον παπά! Θε μου ‘σχώρα με.
 Σταυροκοπιέται.
 -Και δε μου λες ρε Μήτσο, αν πεθάνουν μεσοβδόμαδα τι γίνεται;
 -Πάνε στην Κόλαση φυσικά.
 -Πού τα ξέρεις ρε Μήτσο, συ αυτά;
 -Μου τα λέει η παπαδιά· την πηδάω κι αυτή!
                                                                       ***
 -Τι ‘ναι αυτά που ακούγονται στην πολυκατοικία ρε κωλόπαιδο;
 -Τι ακούγεται;
 -Ότι κάνεις νταβατζιλίκια με κοριτσάκια απ’ τη σχολή σου.
 -Μα καλά, πιστεύετε αυτές τις βλακείες; Ξέρετε πώς είναι τα κουτσομπολιά τώρα.
 -Να ‘χες γκόμενες, να σου ‘λεγα μπράβο! Αλλά όχι και νταβατζιλίκια! Εμάς μας λένε Σταύρηδες για κάποιο λόγο! Ο προπάππους μου εμένα παρά λίγο να ανακηρυχτεί άγιος!
 -Αφού δε μύρωσε το σώμα του.
 -Ήθελε ένα μήνα ακόμα, δεν είχε κλείσει τα 3 χρόνια… Μη με κοροϊδεύεις εμένα κωλόπαιδο!  Αλλά ξέρουμε τι πούστης είσαι! Ούτε νταβατζιλίκια, ούτε τίποτα, τα ‘μαθα όλα εγώ απ’ την κοπελίτσα του 3Δ. Άγια κοπέλα. Έρχεται εδώ ο εγγονός της γριάς από δίπλα, δήθεν ότι διαβάζετε και καλά!
 -Ε τι άλλο να κάνουμε;
 -Μη με κοροϊδεύεις εμένα! Έχω ένα κούτελο εγώ στην πολυκατοικία. Δε θα μου το σημαδέψεις εσύ! Κωλόπαιδο! Όλη η πολυκατοικία ξέρει τι είσαι!
 -Τι είμαι;
 -Πούστης! Αυτό είσαι! Τελευταία προειδοποίηση, αλλιώς σε διώχνω από ‘δω μέσα και θα τα πω όλα και στη μάνα σου και παντού! Τέλος τα σούρτα φέρτα από αγοράκια, πουτάνες και τα σχετικά. Καμιά γκόμενα αν θες μόνο, αλλιώς τέρμα! Άκουσες τι σου λέω;! Τέ-ρμα!
 Η κυρία Σταύρου επικαλούμενη ζαλάδα και φτερουγίσματα στην καρδιά πάει να ξαπλώσει. Ο κύριος Σταύρος σκύβει προς το μέρος του Κ. και ψιθυρίζει στο αυτί του προσεκτικά, αφού πρώτα σιγουρευτεί πως η γυναίκα του εγκατέλειψε το χώρο.
 -Μου ΄χουν πει ότι φέρνεις ωραία κοριτσάκια και μικρά εδώ. Φέρε κανένα όταν θα λείπει η γυναίκα μου. Θα σε πληρώσω καλά, μην ανησυχείς. Αλλά φρόντισε να το κάνεις μέχρι το Σάββατο που θα πάω στον παπά.
 Σταυροκοπιέται.
 -Και να σου πω, να σου πω, κάνουν κι απ' αυτό το, πώς το λένε, το ισπανικό;
                                                                                                                                    Ι.Α.
Στον καλό μου φίλο Ε. σε μια προσπάθεια εξορκισμού. Τον ευχαριστώ για την έμπνευση και τις ιδέες του.


Ερώτηση: Πόσο εξωπραγματικά σας φαίνονται αυτά στον 21ο αιώνα;

6 Δεκ 2011

Έτσι Σταυροκοπιούνται οι Ισπανοί Άγιοι (part 1)

 -Είδες χτες την κοπελίτσα που βγήκε απ’ του Κ.;
 -Όχι, ποια κοπελίτσα;
 -Καλά μωρή, πού ζεις; Δεν είδες αυτή τη μελαχρινούλα που βγήκε χτες απ’ του Κ.;
 -Τι ώρα;
 -Κατά τις 12 παρά 10.
 -Έβλεπα Πρετεντέρη εκείνη την ώρα.
 -Κι εγώ έβλεπα, αλλά άκουσα φωνές στο διάδρομο και κοίταξα απ’ το ματάκι. Ήταν μια μελαχρινούλα, γύρω στα 21, κι εκείνη την ώρα έφευγε. Φιλήθηκαν κιόλας!
 -Άντε! Φοιτητές παιδί μου, δεν έχουν τσίπα, φιλιούνται μες στον κόσμο σαν τα σκυλιά! Σε λίγο θα κάνουνε καιιιι… ξέρεις τώρα! Θέ μου σχώρα με!
 Σταυροκοπήθηκαν.
 -Κάτσε να κατεβάσω την Παναγία να μη μας βλέπει. Εντάξει, μίλα ελεύθερα τώρα.
                                                                          ***
 -Χτες, κατά τις 11 παρά τέταρτο, πέτυχα μια ξανθούλα στην εξώπορτα.
 -Τη χαιρέτησες;
 -Βέβαια! Μη με λέν μετά και ακατάδεκτη! Σηκώθηκαν τα πόδια να χτυπήσουν το κεφάλι τώρα…! Να ‘χουν να λεν για μένα αυτές οι πουτα… Θε μου, τι με βάζουν να λέω!
 -Δεν πειράζει, ο Θεός θα καταλάβει, αφού δεν υπάρχουν ήθη πια χρυσή μου, είναι ξετσίπωτες όλες αυτές! Ρίχνονται στους γιους μας, μένουν έγκυες και μετά τους τυλίγουν για τα καλά. Ρώτα και μένα που τα ΄χω πάθει, ξέρω ‘γω τι σου λέω!
 Σταυροκοπιούνται  και η μία φτύνει τον κόρφο της.
 Χτυπάει το τηλέφωνο.
 -Εμπρός; Α έλα γλυκιά μου. Τι κάνεις; Καλά κι εγώ, μια χαρά. Να, τώρα ήμουν εδώ με μια γειτόνισσα κι είχαμε την καλή σου την κουβέντα. Τι κάνει το εγγονάκι μου; Να το ακούσω λίγο; Α κοιμάται τώρα. Εντάξει, δεν πειράζει, μην το ξυπνάς, όχι, όχι, άσ’ το, δεν πειράζει, χρειάζεται ύπνο να δυναμώσει, είναι μικρό ακόμα μωρέ, γι’ αυτό κοιμάται τόσο. Αύριο; Ναι καλέ, ισχύει! Βέβαια! Θα πλύνεις τα πιάτα όμως μετά, ναι; Εντάξει, να ‘σαι καλά, την ευχή μου να ‘χεις. Γεια σου, γεια σου. Να φέρεις και το παιδί ε!
 Το κλείνει.
 -Αυτή η αχαΐρευτη η νύφη μου ήταν. Ορίστε τι με βάζει να κάνω, πρέπει να την παρακαλάω για να μου πλύνει τα πιάτα, ανοικοκύρευτη σου λέω! Ας μην ήταν το παιδί και θα σου ‘λεγα εγώ αν θ’ άφηνα το γιο μου μαζί της! Το είδα εγώ απ’ την πρώτη στιγμή που ‘μπλεξε μαζί της, δε θα ‘χουμε καλά ξεμπερδέματα με του λόγου της, το είδα σου λέω κι ορίστε τι τραβάω τώρα. Θέλει  κιόλας να δουλεύει, αντί να κάθεται σπίτι της, στο παιδί της, θέλει κι υπηρέτρια να της καθαρίζει το σπίτι. Μα πώς εμπιστεύεσαι το σπίτι σου σε ξένη γυναίκα; Τέλος πάντων.
 -Σε καταλαβαίνω χρυσή μου. Κάτσε να σου πω για την ξανθιά, να ξεχαστείς.
                                                                          ***
 -Αυτή η γυναίκα του 3Β πολύ κουτσομπόλα βρε παιδί μου! Αν είναι δυνατόν πια;! Έναν καφέ πας να πιεις και σου λέει τα νέα όλης της πολυκατοικίας. Τους περνάει όλους από κόσκινο παιδί μου σου λέω, δεν αφήνει άνθρωπο σε χλωρό κλαρί! Ξέρεις τι λέει για τον Κ.;
 -Τι λέει, τι;
 -Κατέβασε την κορνίζα του άντρα σου πρώτα, μην ακούσει ο άνθρωπος και τρίξουν τα κόκαλά του.
 -Εντάξει δεν ακούει τώρα. Πες μου ντε! Θα με σκάσεις!
 -Λέει ότι είναι…
 Γέρνει και λέει ψιθυριστά.
 -Ότι εκδίδει γυναίκες…
 -Άντε!
 -Καλά ξαφνιάζεσαι; Εγώ το είχα καταλάβει απ’ την αρχή χρυσή μου! Αλλιώς τι δουλειά έχουν τόσες γυναίκες να μπαινοβγαίνουν σπίτι του;
 -Μα είσαι σίγουρη;
 -Αχ χρυσή μου, χήρεψες κι είσαι μόνη κι αθώα.
 -Ε δε μας αξίωσε ο Θεός να κάνουμε παιδιά.
 -Αφού αυτό ήταν το θέλημά του. Τις είδες όμως; Τόσο μικρές και να γίνονται πουτάνες; Θε μου σχώρα με.
 Σταυροκοπιούνται.
 -Μα είναι μικρά κοριτσάκια! Πόσο; 18, 20, 25 το πολύ!
 -Μα δεν έχουν τσίπα πάνω τους παιδί μου! Ξεπετάγονται απ’ τα 13 τώρα. Και μέχρι τα 18 το ‘χουν κάνει επάγγελμα!
 -Μα εγώ είχα ακούσει κάτι άλλο βρε παιδί μου.
 -Τι είχες ακούσει;
 -Δεν είμαι σίγουρη.
 -Δεν πειράζει, πες μου!
 Γέρνει και λέει ψιθυριστά.
 -Είχα ακούσει ότι είναι… γκέι.
 -Τι είναι;
 -Αδερφή παιδί μου, πώς το λένε;!
 Σταυροκοπιούνται.
                                                                       ***
 -Πάλι έμπασε γυναίκα στο σπίτι αυτός!
 -Πότε;
 -Χτες το μεσημέρι. Μα καλά δεν παίρνεις χαμπάρι ποιος μπαινοβγαίνει στην πολυκατοικία;
 -Έβλεπα σε επανάληψη την «Εζέλ» καλέ, γιατί τα βράδια βλέπω τη «Ζωή της Άλλης». Είναι την ίδια ώρα, βλέπεις, κι έτσι έχω αφήσει την «Εζέλ» για τα μεσημέρια που το παίζει σε επανάληψη.
 -Αχ εσύ βλέπεις την «Εζέλ», ενώ στην πολυκατοικία παίζονται τα Σόδομα και Γόμορρα! Αυτή τη φορά ήταν κοκκινομάλλα! Βαμμένο ρουμπινί σου λέω, να, σαν τα νύχια μου! Μα καλά γιατί τα βάφουν έτσι; Δε βλέπει τον εαυτό της στον καθρέφτη; Σαν κλόουν ήταν σου λέω!
 -Και πόση ώρα ήταν μέσα;
 -4 ώρες κι 20 λεπτά.
 -Μα τι κάνανε τόσην ώρα;
 -Έννοια σου και την επόμενη φορά θα μάθω. Όταν ξαναφέρει γυναίκα θα του πάω κανένα τάπερ.
 -Τον ταΐζεις κιόλας;
 -Ε βέβαια τον ταΐζω! Πώς αλλιώς θα ‘βλεπα τι κάνουνε μέσα; Τι είμαι σαν κι εσένα, να βλέπω συνέχεια τηλεόραση;
 -Εκεί μαθαίνεις τη ζωή όμως. Είδες χτες τι έγινε στον «Πειρασμό»; Τράκαρε η Μπιχτέρ!
 -Α καλά! Τώρα το είδες εσύ αυτό; Εγώ το είδα μια βδομάδα πριν, στα DVD που δίνει το TV7. Α καλά, είσαι πολύ πίσω!
                                                                        ***
-Βρε φιλενάδα, τι σόου ήταν αυτό χτες βραδιάτικα;
-Ποιο σόου;
-Έλα τώρα, μεταξύ μας είμαστε, μην παίζεις την ανήξερη, όλη η πολυκατοικία τ’ άκουσε!
-Τι άκουσε καλέ;
-Τη γυναίκα του Τάκη παιδί μου, να σε βρίζει απ’ το δρόμο!
-Ποιος σου ‘πε ότι ‘ταν η γυναίκα του Τάκη; Αφού ο Τάκης είναι ανύπαντρος. Μια τρελή ‘ταν που φώναζε. Κρίση τώρα χρυσή μου, έχει τρελαθεί ο κόσμος!
-Έλα βρε φιλενάδα, μην κρύβεσαι, αφού κατέβηκε η γυναίκα του 1Α και την ρώτησε κι είπε για σένα, τον Τάκη, τα παιδιά του, όλα! Βρε τσαχπίνα κι εσύ πια, να σπιτώνεις άντρα χωρίς στεφάνι είναι ένα πράγμα. Εντάξει, αλλάξανε οι εποχές, είμαστε πιο μοντέρνοι τώρα, δεν είσαι και παρθένα, χωριζμένη γυναίκα, το δεχτήκαμε. Αλλά παντρεμένο; Αυτό είναι πολύ! Μην σε νοιάζει για μένα, εγώ είμαι μοντέρνα, δε με πειράζει, αλλά τι θα πει η υπόλοιπη πολυκατοικία; Μπορεί να βάλουν στη συνέλευση να σε διώξουνε!
 -Μοντέρνα εσύ; Αφού λες ότι ο Κ. είναι αδερφή και σταυροκοπιέσαι!
 -Το πουστριλίκι…
 Λέει ψιθυριστά και σταυροκοπιούνται.
 -…Είναι βαριά αμαρτία χρυσή μου. Είδες κανέναν άγιο να είναι γκέι; Όμως αγίες πόρνες, υπήρχαν πολλές.
 -Άι στο διάλο μωρή που θα με πεις και πόρνη!
 -Μην παρεξηγιέσαι καλέ, αφού κι εγώ στην ίδια αμαρτία πέφτω.
 Γέρνει και λέει ψιθυριστά.
 -Έχω σχέση με το Μήτσο.
 -Ποιο Μήτσο;
 -Αυτόν που παίρνει τα κοινόχρηστα.
 -Τι;! Α το μαλάκα!

Συνεχίζεται...                                                                    Ι.Α.

Στον καλό μου φίλο Ε. σε μια προσπάθεια εξορκισμού. Τον ευχαριστώ για την έμπνευση και τις ιδέες του.

3 Δεκ 2011

Ξέστρωτα Κρεβάτια

Τους αρέσουν τα σκιερά δωμάτια,
μαδημένοι τοίχοι,
χαραμάδες στο ταβάνι,
μύγες στο μαξιλάρι.

Αν θελήσεις να ξαπλώσεις,
μην εκπλαγείς, δεν πρόκειται
να σ' ενοχλήσουν βρόμικα σεντόνια,
ή τριξίματα από σκουριασμένες σούστες
έτσι και πας να ξαπλώσεις την αρίδα σου.
Το δωμάτιο είναι ένα σκοτεινό σινεμά
όπου προβάλλεται κάποια
φθαρμένη ασπρόμαυρη ταινία.

Μια θολούρα ξεντυμένων σωμάτων
τη στιγμή της γλυκιάς απραξίας 
μετά τον έρωτα
όταν ακόμη και η πιο στριφνή καρδιά 
πάει να πιστέψει πως 
η ευτυχία μπορεί να διαρκέσει για πάντα.

Τρελές δουλειές
Δεν υπάρχει έλλειψη πελατείας, σας διαβεβαιώ.
Νοικιάζουμε τον Κάιν και τον αδελφό του.
Το ματωμένο μαχαίρι είναι έξτρα.
Οι στρατιώτες απ' την πολιορκία του Στάλινγκραντ
φοράνε ακόμα τα κουρέλια τους.
Έχουμε κι από κείνα τα σπίρτα που στην Ατλάντα βάλανε φωτιά.

Γι' αυτούς τους μάρτυρες που βλέπετε
πάει καιρός που δεν ενδιαφέρθηκε κανείς.
Τούτος εδώ με το βέλος στο στήθος
είναι στις εκπτώσεις.
Πάρτε τον για το σπίτι σας, κάντε τον κατοικίδιο.

Για το γιγαντιαίο πίθηκο θα χρειαστεί να φτιάξετε
μια τροχαλία που τσιρίζει. Τα μάτια του θα στριφογυρίζουν.
Τα βογκητά του θα σας γοητεύουν.
Ψόφιες γάτες; Αν έχουμε ψόφιες γάτες; ρώτησε.

Καρπούζια
Πράσινοι Βούδες
στον πάγκο με τα φρούτα
τρώμε τα χαμόγελα 
φτύνουμε τα δόντια.

Χασάπικο
Καμιά φορά, περπατώντας αργά τη νύχτα,
σταματώ μπροστά από ένα κλειστό χασάπικο.
Υπάρχει μια μοναχική λάμπα στο μαγαζί
σαν το φως με το οποίο ο κατάδικος σκάβει το τούνελ του.

Μια ποδιά κρέμεται από ένα γάντζο:
Το αίμα πάνω της μουντζουρωμένο μέσα σ' ένα χάρτη
των μεγάλων ηπείρων του αίματος, 
των μεγάλων ποταμών και ωκεανών του αίματος.

Υπάρχουν μαχαίρια που γυαλίζουν σαν βωμοί
σε μια σκοτεινή εκκλησία
όπου φέρνουν τους παράλυτους
και τους ηλίθιους
να θεραπευτούν.

Υπάρχει μια ξύλινη σανίδα όπου τα σπασμένα κόκαλα,
γδαρμένα εντελώς από το κρέας -ένα ποτάμι ξηραμένο ως το βυθό του
απ' όπου τρώω,
απ' όπου βαθιά μέσα στη νύχτα ακούω μια φωνή.

Ανάμεσα στους εξόριστους
Κάποιος συναντούσε υπουργούς, καθηγητές πανεπιστημίου,
αποσχηματισμένους ιερείς και αξιωματικούς
να ταΐζουν τα περιστέρια απ' το παγκάκι ενός πάρκου,
ν' αλληθωρίζουν μέσα σε ξένες εφημερίδες.

Λέγοντας σε όποιον ρωτούσε
να μην σκοτίζεται για την αλήθεια.

Όσο για τη χρήση του φόνου για τη βελτίωση του κόσμου,
είχαν πολλές πικρές αναμνήσεις
καθώς μαζεύονταν σε κακοφωτισμένες κουζίνες,
κόβοντας κουπόνια από σούπερμαρκετ,
μετακινώντας τις χαλαρές μασέλες στα στόματά τους
ενώ περίμεναν να βράσει για το τσάι το νερό.

Έτρωγαν σ' εστιατόρια με σερβιτόρες μεγαλύτερες απ' τους ίδιους,
μουσικοί με χέρια που έτρεμαν 
ενώ διάλεγαν τα όργανά τους
κάνοντας κάποια ξεμυαλισμένη χήρα να βάλει τα κλάματα
ακούγοντας το τραγούδι που λάτρευε ο άντρας της,
ο άνθρωπος που έστειλε χιλιάδες στο θάνατό τους.

Μαθητούδια με γκρίζα μαλλιά
Οι γέροι βλέπουν άσχημα όνειρα,
γι' αυτό και κοιμούνται λίγο.
Περπατάνε ξυπόλυτοι
χωρίς ν' ανάβουν τα φώτα
ή στέκονται γερμένοι 
στ' άχαρα έπιπλα
κι ακούν το χτύπο της καρδιάς τους.

Το μόνο παράθυρο στο δωμάτιο 
είναι μαύρο σαν μαυροπίνακας.
Ο κάθε γέρος είναι μοναχικός
σ' αυτή την τάξη, ψάχνοντας
μια λεπτή γραμμή κιμωλίας
που χωρίζει το βρίσκομαι εδώ
από το δεν βρίσκομαι πια εδώ.

Τέλος πάντων, ένα ποτήρι νερό
είπαν να παν' να πάρουνε,
αλλά όχι ακόμα. 
Αφουγκράζονται τους τοίχους για ποντίκια,
ένα αυτοκίνητο περνάει στο δρόμο,
οι νεκροί τους πατέρες τους προσπερνάνε
στο δρόμο για την κουζίνα.
Charless Simic
από το: η Μουσική των Άστρων, ποιήματα
μετάφραση: Στρατής Χαβιαράς, Ντίνος Σιώτης
επιμέλεια: Δημήτρης Αθηνάκης
εκδόσεις: κοινωνία των (δε)κάτων

Ερώτηση: Περπατάτε ξυπόλυτοι, ακούτε το χτύπο της καρδιάς σας, ψάχνετε τη λεπτή γραμμή κιμωλίας ή αφουγκράζεστε τους νεκρούς τα βράδια;

Η ανάρτηση αυτή είναι αφιερωμένη στο συγγραφέα Σ.Χ. που, μάλλον χωρίς να το καταλάβει και σίγουρα χωρίς να το καταλάβω εγώ, δόμησε κατά πολύ τα γραπτά μου. Επίσης, το "Ξέστρωτα Κρεβάτια" αποτελεί ευσεβή πόθο γι' αυτό και το προσφέρω στο Γ. με μια δόση ειρωνείας.

22 Νοε 2011

η Ζωή και οι Απόψεις του Τρίστραμ Σάντι, Κυρίου από Σόι

  Μολονότι ο άνθρωπος είναι το πιο παράξενο απ' όλα τα οχήματα, είπε ο πατέρας μου, το πλαίσιό του είναι ταυτόχρονα τόσο εύθραυστο και τόσο χαλαρά συναρμολογημένο, ώστε τ' απότομα τινάγματα και τ' ασφυκτικά στριμώγματα, που αναπόφευκτα τον περιμένουν σ' αυτό το δύσκολο ταξίδι, θα τον ανέτρεπαν και θα τον τσάκιζαν δέκα φορές τη μέρα -αν, αδερφέ μου Τόμπι, δεν υπήρχε μια μυστική δύναμη μέσα μας- Μια δύναμη, είπε ο θείος μου Τόμπι, που πιστεύω ότι είναι η Θρησκεία. -Μπορεί η θρησκεία να διορθώσει τη μύτη του παιδιού μου; φώναξε ο πατέρας μου αφήνοντας το δείκτη του και χτυπώντας τα χέρια του -Μπορεί να φέρει τα πάντα στον ίσιο δρόμο, απάντησε ο θείος μου Τόμπι -Μιλώντας μεταφορικά, αγαπητέ μου Τόμπι, μπορεί να κάνει τα πάντα απ' όσο ξέρω* μα η δύναμη, για την οποία μιλώ, είναι η μεγάλη κι ελαστική δύναμη της αντιστάθμισης του κακού που, σαν κρυφό ελατήριο σε μια καλολαδωμένη μηχανή, μολονότι δε μπορεί ν' αποτρέψει την κρούση -τουλάχιστον ρυθμίζει το πόσο θα την αισθανθούμε.
  Λοιπόν, αγαπητέ μου αδερφέ, είπε ο πατέρας μου, ξαναβάζοντας το δείκτη στη θέση του, μιας και πλησίαζε στην ουσία του θέματός του, -αν το παιδί μου είχε βγει σώο και ασφαλές στον κόσμο, με ανέπαφο εκείνο το πολύτιμο μέλος του -όσο ιδιότροπος ή υπερβολικός κι αν φαίνομαι στον κόσμο με τις απόψεις μου περί χριστιανικών ονομάτων και της μαγικής προδιάθεσης που τα καλά ή κακά ονόματα εγγράφουν ανεξίτηλα επάνω στο χαρακτήρα και τη συμπεριφορά μας -μάρτυς μου ο ουρανός! ούτε στη μεγαλύτερη έκσταση της επιθυμίας μου για την ευτυχία του παιδιού μου δε θέλησα να στέψω το κεφάλι του με περισσότερη δόξα και τιμή απ' όσο θα του χάριζαν το ΓΕΩΡΓΙΟΣ ή το ΕΔΟΥΑΡΔΟΣ.
 Μα αλίμονο! συνέχισε ο πατέρας μου, αφού του έτυχε το μεγαλύτερο κακό -πρέπει ν' αντιδράσω και να το αντισταθμίσω με το μεγαλύτερο καλό.
  Θα βαφτιστεί Τρισμέγιστος, αδερφέ μου.
  Μακάρι να πιάσει -απάντησε ο θείος μου Τόμπι και σηκώθηκε.
                                                               ***
  (...)
  ----"Ο Θεός να ευλογεί", είπε ο Σάντσο Πάντσα, "αυτόν που ανακάλυψε τον ύπνο -κουκουλώνει τον άνθρωπο καλά-καλά σα μανδύας". Για μένα, η φράση αυτή αξίζει περισσότερο και μιλάει θερμότερα στην ψυχή και στα συναισθήματά μου απ' όσο όλες μαζί οι διατριβές που κατέβασαν τα σοφά κεφάλια πάνω σ' αυτό το θέμα.
   --Ούτε διαφωνώ ολότελα μ' αυτά που λέει ο Μονταίνιος -είναι με τον τρόπο τους θαυμαστά. -(Σας τα παραθέτω από μνήμης).
  Ανάμεσα στις απολαύσεις του κόσμου, λέει, είναι κι ο ύπνος, που τον χαιρόμαστε χωρίς να τον γευόμαστε ή να τον νιώθουμε, καθώς γλιστρά και προσπερνά -Θα 'πρεπε να τον μελετήσουμε και να τον στοχαστούμε, ώστε να ευχαριστήσουμε αναλόγως Αυτόν που μας τον χαρίζει -για το λόγο αυτό, προσπαθώ να 'ναι ο ύπνος μου ταραγμένος, ώστε να τον απολαμβάνω καλύτερα και πιο συνειδητά -Κι όμως, βλέπω μερικούς, λέει πάλι, που ζουν με λιγότερο ύπνο, όταν το απαιτεί η ανάγκη* το σώμα μου αντέχει στη σταθερή μα όχι στην ξαφνική και βίαιη αναστάτωση -τελευταία αποφεύγω κάθε έντονη άσκηση -Ποτέ δεν κουράζομαι να περπατώ -αλλ' από τα νιάτα μου ακόμα, δε μου άρεσε να τραντάζομαι πάνω στα λιθόστρωτα. Μ' αρέσει να πλαγιάζω μόνος και στα σκληρά κι ακόμα χωρίς τη γυναίκα μου.---
  Η τελευταία αυτή λέξη ίσως κλονίσει τις πεποιθήσεις του κόσμου -μα θυμηθείτε, "La Vraisemblance (όπως λέει ο Μπεϊλέ στην υπόθεση του Λικέτου) n' est pas toujours  du Cote de la Verite". Αυτά λοιπόν περί ύπνου. ---

Laurence Sterne
μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη
επιμελητές: Γιώργος Δαρδάνος, Κυριάκος Αθανασιάδης, Μαρία Ράμμου
εκδόσεις: Gutenberg
                                                                                                                                          
Ερώτηση: Μικρές αλήθειες σ' ένα αστείο και σουρεαλιστικό βιβλίο του 18ου αι., από τα πρώτα  και πιο αριστοτεχνικά στο να ξεφεύγει ο συγγραφέας απ' το θέμα και να επιστρέφει πίσω πολλές σελίδες μετά. Γελάσατε;

17 Νοε 2011

Ελπίδα (γράμμα στον Κ.)

Φτύσε το φιτίλι
καλά,
μια γεμάτη χλέπα,
παρέα με φλέμμα,
για να 'σαι σίγουρος
ότι
δε
θα
ξανανάψει.
Η τεχνολογία,
όμως,
έχει προχωρήσει
κι υπάρχουν
τα σεσουάρ,
οι αναπτήρες που δε σβήνουν
κι η αρχέγονη γνώση
ότι
θα
εξελιχτεί
κι άλλο
και θ' ανάψει
ξανά
κ ξανά
κ ξανά...
μέχρι
η λαμπάδα
να τελειώσει.
Έχεις
ένα στόμα
πλούσιο
σε σιελογόνους αδένες,
εγώ, όμως,
έχω
ζωή
ακόμα,
ευτυχώς,
και χέρια
για
να
στο
ράψω.
Κι η δική σου λαμπάδα
βρίσκεται στο τέλος
κι, επιπλέον, τη φτύνεις ο ίδιος.
Μαλάκα!
                                          Ι.Α.
Ερώτηση: Πόσο εύκολα ξαναχτίζεται το κάστρο σας, αφού περάσει ένας μαλάκας και το γκρεμίσει όλο (και δεν αναφέρομαι απαραίτητα σε έρωτες); Το ένστικτο επιβίωσης νομίζω είναι αυτό που δεν αφήνει τη λαμπάδα της ελπίδας να σβήσει. Γιατί μπορεί να πεθαίνει αλλά θα είναι η τελευταία.

11 Νοε 2011

Εκκλησιαστής

 (...)
 -Όποιος φορτώνει στους άλλους την περιφρόνηση που τρέφει για τον ίδιο του τον εαυτό, για τις δικές του ήττες, όποιος ενοχοποιεί και κατακρίνει για να μην κριθεί και να μην ενοχοποιηθεί, κρύβει μέσα του έναν παπά, που ακόμα κι αν θέλει να τον αποφύγει, εξακολουθεί να κρώζει ανάμεσα στα μαυροφορεμένα κοράκια της παλιάς πίστης. Όποιος διαθέτει αρκετή ευφυΐα για να καταλάβει τον κόσμο και πολύ λίγη για να μάθει να ζει, δεν μπορεί να ελπίζει παρά μόνο στο μαρτύριο.
 Μου χαμογελάει ξανά.
 -Εγώ ποτέ δε μίλησα για εκλεκτούς. Είπα μονάχα πως ο καθένας μπορεί ν' ανακαλύψει μέσα του το πνεύμα του Θεού, το οποίο είναι ελεύθερο, ξένο σε κάθε κώδικα, ανίκανο να βλάψει. Είπα πως η αμαρτία είναι μέσα στο κεφάλι του αμαρτωλού.
 Αρχίζω να καταλαβαίνω.
 Συνεχίζει ήρεμος:
 -Στα είκοσί μου πίστευα πως ο Λούθηρος μάς είχε χαρίσει μια ελπίδα. Δε μου πήρε πολύ για να αντιληφθώ πως αμέσως μετά την απεμπόλησε. Ο γερο-μοναχός μάς απάλλαξε απ' τον πάπα και τους δεσποτάδες, αλλά ταυτόχρονα μας καταδίκασε στο ν' αναζητούμε την εξιλέωση μέσα στη μοναξιά, τη μοναξιά της εσωτερικής αγωνίας, εγκαθιστώντας έναν παπά μέσα στην ψυχή μας, ένα δικαστήριο της συνείδησης που κρίνει την κάθε μας κίνηση, που καταδικάζει την ελευθερία του πνεύματος στο όνομα της ανεξιλέωτης διαφθοράς της ανθρώπινης φύσης. Ο Λούθηρος έσκισε από τους παπάδες το μαύρο ράσο μόνο και μόνο για να το ξαναράψει στις καρδιές όλων των ανθρώπων.
 (...)
                                                               ***

 (...)
 Κουνάει το κεφάλι του:
 -Αυτός ενδιαφέρεται κυρίως για τα χρήματα. Κι εγώ το ίδιο. Όμως, αν καταφέρουμε να κλονίσουμε στ' αλήθεια το πιστωτικό σύστημα των Φούγκερ, τότε μέσα σε πολύ λίγα χρόνια θα οδηγηθούν σε πτώχευση.
 Η καρδιά μου χτυπά πολύ δυνατά και μου λύνει τον κόμπο στο στομάχι, τα σπλάχνα μου ηρεμούν: ο Φερδινάνδος, ο Κάρολος Ε', ο Πάπας, οι Γερμανοί ηγεμόνες* όλοι τους κρέμονται από το πουγκί του Άντον του Πονηρού.
 Το σιγομουρμουρίζω, λες και βλέπω ένα όραμα.
-Και μαζί μ' αυτούς θα καταστραφούν και οι Αυλές της μισής Ευρώπης.
 (...)
                                                                    ***

(...)
 Ο Γκοτς περιμένει κάποια αντίδραση:
 -Δεν είναι καταπληκτική ιστορία; Για να εκπορθήσεις μια πόλη, ίσως να χρειάζονται μερικοί φανατικοί που να πιστεύουν στον αγώνας τους, αλλά για να διεισδύσει κάποιος σπιούνος απαιτούνται χρήματα. Χρειάζονται οι Φούγκερ. Τα λεφτά έχουν πάντοτε σχέση με ό,τι συμβαίνει.
 (...)
 -Στις αρχές του 1534 οι Βαπτιστές του Μίνστερ δέχτηκαν τις πρώτες ικανοποιητικές εισφορές σε μετρητά, ως συμβολή στον αγώνα, προερχόμενες από διάφορες κοινότητες αλλά και από μεμονωμένους ομόδοξους αδελφούς.
 -Δηλαδή θέλεις να πεις ότι εκείνα τα χρήματα θα χρησιμοποιούνταν για να κερδίσουν τη φιλία των Βαπτιστών...
 -Ποιο θα ήταν το καλύτερο διαβατήριο για έναν κατάσκοπο;
 (...)
Luther Blisset
μετάφραση: Χρύσα Κακατσάκη
επιμέλεια: Γιώργος Αριστηνός
εκδόσεις: Τραυλός
Ερώτηση: Χρήματα και Εκκλησία -με τη μορφή που είχε, έχει και μάλλον θα έχει- ως αλληλένδετες και πραγματικά αλληλέγγυες μορφές εξουσίας. Περί επαναστάσεων...

6 Νοε 2011

Ημερολογιακές καταγραφές (2)

  Στο νοσοκομείο...

  -Η μάνα μου την έχει ψωνίσει,
   η άλλη κάνει γαλλικό μανικιούρ στα πόδια σα να μην υπάρχει αύριο
   κι εγώ περιμένω, ανάμεσα
   σε γέρους
   που με κοιτούν περίεργα,
  παιδιά
  που με κοιτούν περίεργα,
  ενήλικες
  που με κοιτούν περίεργα.
  Αλλά,
  εγώ
  περιμένω το γιατρό μου
  να με κοιτάξει περίεργα.

 - Δεν αντέχω όλους αυτούς που με κοιτούν περίεργα, ούτε τη θαρραλέα και μισότρελη θλίψη στη μάπα αυτής της τύπισσας με τη Σκλήρυνση Κατά Πλάκας. Αυτή δεν ασχολείται μαζί μου βέβαια. Γιατί τότε ασχολούμαι εγώ; Η δικιά μου θλίψη ούτε θαρραλέα είναι κι, ακόμα περισσότερο, ούτε δικαιολογημένη.

 -(…)

 -Λοιπόν, τώρα παρατήρησα ότι η τύπισσα είναι εδώ με τη μάνα της. Αυτή 50, η μάνα της 75. Λοιπόν, ποια από τις δύο είναι πιο τρελή ή περνάει το μεγαλύτερο Γολγοθά; Είναι επίσης ανύπαντρη. Ε έτσι μαλθακή και «με φωνή της Χάιντι» που είναι, ποιος διάολος να την παντρευτεί; Κι αυτός θα την ξαποστείλει. Απ’ την άλλη βέβαια μήπως την πήρε κανένας μαλάκας και την παράτησε λόγω ΣΚΠ; Τι θα ήταν χειρότερο άραγε; Να με παρατήσει όταν πάθω ΣΚΠ ή να βρει γκόμενα να γαμιέται και να μείνει δίπλα μου παριστάνοντας –ή και όχι- ότι μ’ αγαπάει;

 -Αυτή η τηλεόραση λαλάει, λαλάει και δε λέει να τελειώσει. Μα ούτε ένα βιβλίο κι όλη τη μέρα αποχαυνωμένοι μπροστά στην τηλεόραση να γαμιέται το μάτι τους στο φως και την τραμπάλα ρε πούστη! Περιμένουν την ώρα να περάσει , μέχρι να μπει η νοσοκόμα, να χαιρετήσει δήθεν χαρούμενα, να διώξει όλους τους επισκέπτες, να τσιρίξει μαλακίες, να πιάσει τις ενέσεις, ν’ αρχίσει να τρυπάει, να το παίξει παρηγορητική και να βγει έξω με το βήμα των SS. Με το χέρι μουδιασμένο, απλωμένο, γυρισμένο ανάποδα μπορεί, και τα υγρά να τσουλάνε μέσα στις φλέβες τους, σέρνονται που κ που μέχρι την τουαλέτα, κατουράνε, χέζουν, αν μπορούν να το κάνουν κι αυτό, με τη μαλακία που δεν ξέρω πως λέγεται και στηρίζει τις μπουκάλες, να γλυστράει δίπλα τους σύμφωνα με το παράγγελμα τους. Κι έρχονται οι νοσοκόμοι και τους παίρνουν με τα καρότσια κάνοντάς τους εξωτικές βόλτες μέσα στους νοσοκομειακούς δαιδάλους γύρω γύρω, για να τους πάνε για εξετάσεις. Τους παρατάνε σε μια αίθουσα, αυτοί μπερδεύονται, περνάνε 3 ώρες και αφού γίνει η δουλειά, άμα γίνει, και ένας θεός ξέρει τι δουλειά... Αλλά αυτοί τα δέχονται όλα στωικά κι αδιαμαρτύρητα, μαζί με όλον τον κατακερματισμό της αξιοπρέπειάς τους, για χάρη της τηλεόρασης που λαλάει και λαλάει και σκασμό δε βγάζει, αλλά όσο την ακούνε, αυτό σημαίνει ότι επιβιώνουν και αυτό τους ευχαριστεί. Ν’ ακούσουμε όση περισσότερη τηλεόραση μπορούμε, αυτό σημαίνει ζωή. Τέλος πάντων, κι αν τους θυμηθούν οι νοσοκόμοι, τους γυρνάνε πίσω, πισω στο κρεβάτι τους, στη γαμημένη τηλεόρασή τους, που να πάρει ο διάολος!
  Θέλω να τη σπάσω. Μα πώς μπορώ να κατηγορώ έτσι κάτι που επιμηκύνει την επιβίωση δίνοντας λόγο ύπαρξης;

 -Τώρα που φύσηξε,  αυτή η τύπισσα λέει γελώντας «Μαμά, φυσικός ανεμιστήρας, έτσι;!», εννοώντας την πόρτα. Μα αυτή είναι πλακωμένη στα ψυχοφάρμακα! Τη χάζεψε τόσο η αρρώστια.

 -Μα αν είναι δυνατόν! Κοίτα πώς φοράει τη φόρμα του αυτός ο γιατρουδάκος! Μα τι ψωνάρα θεέ μου;! Πού νομίζει ότι βρίσκεται; Σε party μασκέ για κηφισιώτικα, δεκαοχτάχρονα, trendy, κωλόπαιδα, με τις φόρμες κατεβασμένες; (…)

    -(…)

   -Περνάει ένας τύπος με μπιρμπιλωτό μάτι αγελάδας. (Θα ορκιζόμουν ότι είναι πανέξυπνος –το εννοώ.)
  Αλλά αυτή την παντόφλα, την πλαστική, άνθρωπέ μου, τι την ήθελες ;

   -(...)  Φοβάμαι το ψυχιατρείο, εκεί θα καταλήξω. Τουλάχιστον θα έχω τη δύναμη να γράφω; Θα μου δίνουν χαρτί και στυλό; Ή θα μου δίνουν χαρτί και άξυστο μολύβι; Τους καριόληδες! (...)

  -Ο τύπος με το κινητό του μας έχει γαμήσει το κέρατο! (...)

  -(...)

  -Ο τύπος με το κινητό έχει λουστεί με την κολόνια του. Ή μήπως ήταν ο γιατρός; Μάλλον ο γιατρός.

  -(...)

  -Τελικά κάποιος άλλος είναι. Βρομάει!!!

  -(...)
                                                                                 Ι.Α.
Ερώτηση: Ιστορίες καθημερινής τρέλας, υπερβολικές κι εγωιστικές σκέψεις που καθοδηγούνται, διασταυρώνονται και ανεξαρτητοποιούνται από τις σκέψεις, πράξεις και παρατηρήσεις των άλλων. Πείτε τη δικιά σας.

28 Οκτ 2011

Εκεί Μέσα

Οι άνθρωποι δεν κρύβουν εκπλήξεις,
κρύβουν μαλακίες.

     ***

Ο ασταμάτητα αυτοκριτικός δεν γκρινιάζει,
αυτοκτονεί!

     ***

Οι θεοί τραβούν
το καζανάκι στη χέστρα τους
και προκύπτει η
ζωή, που είναι ένας υπόνομος
γεμάτος σκατά,
όπου όλοι χέζουν ανεξαιρέτως
εκεί μέσα
και καθένας προσπαθεί να κολυμπήσει
εκεί μέσα,
να φτιάξει τη
δικιά του
προστατευτική
φούσκα,
εκεί μέσα.
                                      Ι.Α.

Ερώτηση: Συμφωνείτε;

18 Οκτ 2011

Ημερολογιακές καταγραφές (1)

  Μέρα απεργίας και περιμένω στην ουρά για βενζίνη. Κυκλοφοριακό χάος, αυτοκινητιστικό στριμωξίδι και κορναρίσματα. Οι άνθρωποι κορνάρουν για να ανοίξουν μια δίοδο μέσα στα μέταλλα, σαν άλλοι Μωυσείς. Έχει περάσει μισή ώρα και θα περάσει άλλη τόση μέχρι να φτάσω στο τέρμα του ομφάλιου λώρου του τροχοφόρου μωρού μου. Η μαμά βρίσκεται σε γνωστό super market, μεγάλο και εμπορικό, η χαρά του καπιταλισμού που έχει αφανίσει όλες τις γύρω μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Έχει όμως τη φτηνότερη βενζίνη και γι’ αυτό κερδίζει. Τι περιμένει ο άλλος που την τιμολογεί 30% απάνω; Το μωρό μου παίζει μουσική για να κάνει την αναμονή πιο ανώδυνη, ανάμεσα σε γιγαντιαίες ταμπέλες με διαφημίσεις, παντού γαμημένες διαφημίσεις!
                         «Γιατί να περιοριστείτε σε ένα...
                           όταν μπορείτε να έχετε 2 ;
                                          Διπλή
                                         συσκευασία
                                         σε καλύτερη
                                         τιμή!»
Μια φωτογραφία τέλεια σιδερωμένης συσκευασίας κι ένα λαχταριστό μπισκότο συνοδεύουν αυτό το κείμενο.
  Αποφασισμένη βγαίνω από το αυτοκίνητο και το κλειδώνω, εκεί, μες στη μέση της ουράς. Μπαίνω στο super market. Τα προϊόντα με ζαλίζουν. Δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες, ίσως και περισσότερα προϊόντα, τρόφιμα, παιχνίδια, προφυλακτικά, καλσόν, μεταλλαγμένα, βιολογικά, σκατά. Παντού σκατά! Ρωτάω. Με κατευθύνει με ένα κοκκινάδι για χαμόγελο στα σάπια της δόντια και μπόλικο σοβά στη μάπα. Πάω και ψάχνω, ψάχνω και τσουπ! Το βρίσκω επιτέλους, να στέκεται σε ένα ράφι και να μου κλείνει το μάτι πονηρά από μακριά. Απλώνω το χέρι. Η συσκευασία είναι στραπατσαρισμένη. Ψηλαφώ με τα δάχτυλα τα τρίματα από αυτά που κάποτε θα ήταν μπισκότα. Απογοητεύομαι στιγμιαία μέχρι να πιάσω μία συσκευασία από το βάθος του ραφιού, λίγο πιο ατσαλάκωτη και τα μπισκοτάκια λίγο πιο ακέραια. Πάω στο ταμείο. Άλλη μια σάπια, κόκκινη οδοντοστοιχία με σοβά στη μάπα με ρωτά: «Τιμολόγιο ή απόδειξη;». «Απόδειξη.» Με ρωτά αν έχω κάρτα supermarketόπουλος. «Δεν έχω» της λέω. Μου προτείνει να βγάλω γιατί έτσι, λέει, θα έχω έκπτωση σε ορισμένα προϊόντα και επιπλέον θα μαζεύω πόντους και με 1000 πόντους θα έχω μία δωροεπιταγή των 6 ευρώ. Το λέει αυτό με πειρισσό ενθουσιασμό πάντα δείχνοντας το κοκκινάδι που έχει μείνει στα σάπια της δόντια και το σοβά να ραγίζει σα λάσπη σε μέρα ξηρασίας και παραλείποντας φυσικά να μου αναφέρει ότι με κάθε αγορά 20 πραγμάτων, κερδίζεις το πολύ 10 πόντους. Της λέω πως θα το σκεφτώ. Ρωτά αν θα πληρώσω με πιστωτική. Της δίνω το τελευταίο χαρτονόμισμα των 50 ευρώ που έχω και είναι ακόμα αρχές του μήνα. Μου δίνει πρώτα την απόδειξη και μετά τα ρέστα που κουδουνίζουν μίζερα.
  Τα μπισκότα τώρα μου ανήκουν σκέφτομαι και δεν προσέχω τη γυάλινη πόρτα που δεν ανοίγει αυτόματα ως συνήθως. Χτυπάω πάνω της. Ένας υπάλληλος σπεύδει να με ρωτήσει αν είμαι καλά και μ’ ένα κόλπο την ανοίγει. Ντροπιασμένη σκίζω τη συσκευασία με αγωνία. Το μπισκότο είναι σε τρία κομμάτια. Τα πιάνω με τη χούφτα μου και τα χώνω στο στόμα μου. Μορφάζω. Δε μου πολυαρέσει. Ανήκει πλέον στο στομάχι μου και μετά θα ανήκει στη χέστρα, απ’ όπου θα διαλυθεί στα μόριά του και θα ανήκει στην ανυπαρξία, σαφώς λιγότερο εντυπωσιακά απ’ ότι υποσχόταν η διαφήμιση.
  Πετάω το άλλο και πάω στο αυτοκίνητο. Βάζω μπρος και το μετακινώ περίπου ένα μέτρο, όσο προχώρησαν οι άλλοι, κι η μουσική συνεχίζει να παίζει.
  Απλώς επειδή η φυλακή μας είναι μεγαλύτερη και πιο χρωματιστή, δεν παύει να είναι φυλακή κι, επιπλέον, μας κοστίζει ακριβά.
                                                                                                                            Ι.Α.

Ερώτηση: Μιλήστε για τη φυλακή σας. Πείτε κάτι από την καθημερινότητα.

15 Οκτ 2011

Βερενίκη

  Κάθε λογής κατάντια, κάθε μορφής αθλιότητα στον κόσμο. Τυλίγοντας τη γη σαν το ουράνιο τόξο, οι αποχρώσεις της έχουν την ίδια μ' αυτό ποικιλία, ξεχωρίζουν καθαρά, κι όμως ανακατώνονται η μια μέσα στην άλλη. Τυλίγοντας τη γη σαν το ουράνιο τόξο! Πώς γίνεται ν' αντλώ από την ομορφιά έναν τύπο ασκήμιας; Από το σύμβολο της γαλήνης μια παρομοίωση θλίψης; Αλλά, όπως στη φιλοσοφία το κακό είναι μια συνέπεια του καλού, έτσι και στη ζωή απ' τη χαρά γεννιέται η θλίψη. Είτε η θύμηση της περασμένης ουράνιας ευτυχίας είναι η σημερινή αγγούσα, είτε οι τωρινές αγωνίες έχουν την αρχή τους στις εκστάσεις, που ίσως κάποτε να είχαν υπάρξει.
  (...)
  Και τότε μ' έπιασε η μονομανία μου με όλη της την λύσσα* άδικα πάλεψα, για ν' απαλλαχτώ απ' την αλλόκοτη κι ακατανοίκητη επιρροή της. Μέσα στα τόσα πράγματα του εξωτερικού κόσμου, δεν είχα άλλη σκέψη από τα δόντια της. Τα νοσταλγούσα με λαχτάρα. Όλα τ' άλλα ζητήματα, ό,τι άλλο μ' ενδιέφερε, όλα απορροφήθηκαν μονάχα στο αγνάντεμά τους. Αυτά, αυτά μονάχα έβλεπα με τα μάτια του νου μου, κι αυτά μονάχα, με την ξεχωριστή ατομικότητά τους, έγιναν η ουσία της διανοητικής μου ζωής. Τα 'βλεπα κάτω από κάθε φως. Τα γύριζα από κάθε γωνιά. Εξέταζα τα χαρακτηριστικά τους. Σταματούσα στις λεπτομέρειες. Σκεφτόμουνα τη διάπλασή τους. Βυθιζόμουνα σε ρεμβασμούς σχετικά με τηην αλλοίωσή τους. Αναρριγούσα καθώς τους έδινα με τη φαντασία μου μια δύναμη ευαισθησίας και αίσθησης -κι ακόμη, χωρίς τη συμπαράσταση των χειλιών, την ικανότητα μιας έκφρασης ψυχικής. Για τη δεσποινίδα Σαλ είχαν πει πολύ σωστά πως "όλα τα βήματά της ήταν αισθήματα", και για την Βερενίκη πίστευα πιο σοβαρά πως όλα της τα δόντια ήταν ιδέες. Ιδέες! Α, για τούτο τα λαχταρούσα τόσο τρελά! Ένιωθα πως μονάχα η απόχτησή τους θα μου ξανάδινε τη γαλήνη ξαναφέρνοντάς με στα λογικά μου.
  (...)
Έντγκαρ Άλαν Πόε
μετάφραση: Κοσμάς Πολίτης
Ερώτηση: Όλα -ίσως- είναι σχετικά. Από τι είδους ασχήμιες αντλείτε ομορφιά; Από τι είδους ομορφιές, αντλείτε ασχήμια;

9 Οκτ 2011

Κατσαρίδες (part 2)

  Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του. Στην αρχή δυσκολεύτηκε. Έπαιξε λίγο με τα βλέφαρα του. Υπήρχαν τσίμπλες που τον ενοχλούσαν. Τις έτριψε και τις ξεφορτώθηκε. Κοίταξε γύρω. Δεν είχε νόημα, πίσσα, σκοτάδι. Αναρωτήθηκε πόση ώρα ήταν αναίσθητος, ένα λεπτό ή ένα χρόνο. Στηρίχτηκε στα χέρια του και σηκώθηκε όρθιος αργά και με δυσκολία. Ήταν μουδιασμένος κι εξαντλημένος. Κάτι αναδεύτηκε δίπλα του. Τον άκουσε να φωνάζει το όνομά του. Ο αδερφός του είχε ξυπνήσει κι ήταν εξίσου τρομαγμένος. Δεν το έκρυβε πλέον ούτε αυτός. Ψηλάφισε στον αέρα μέχρι να βρει το χέρι του. Το έπιασε σφιχτά και το ένιωσε ιδρωμένο, όσο και το δικό του. Οι ανάσες τους ήταν γρήγορες και κοφτές. Ανατρίχιαζαν από το κρύο αλλά προσπάθησαν, με τα χέρια στον αέρα, να περπατήσουν προς τη μοναδική πηγή φωτός που υπήρχε, τη χαραμάδα κάποιας πόρτας προφανώς, κάπου πολύ χαμηλά. Θα έπρεπε με κάποιον τρόπο να κατεβούν αλλά ήταν διπλά μάταιο αφού ακούμπησαν σε παγωμένο μέταλλο. Βρίσκονταν σε κλουβί. Παραιτημένοι, σχεδόν έπεσαν πάνω στους γυμνούς τους κώλους, κάθησαν κι άρχισαν να περιμένουν με τα χέρια πάντα σφιχτά πλεγμένα και τα δάχτυλα να γλιστρούν από τον ιδρώτα.
  Ένα ρυθμικό σφύριγμα ακούστηκε, γνώριμο, υπό τη συνοδεία βημάτων. Η έντασή τους ολοένα και αύξανε. Μετά, σταμάτησαν. Ακούστηκε ήχος από πόμολο που γυρίζει, ένα τρίξιμο πόρτας, φως διάχυτο, δύο βήματα ακόμη, πάλι τρίξιμο, πάλι το πόμολο και πάλι σκοτάδι. Ένας ανεπαίσθητος, κοφτός ήχος και ξαφνικά δυνατό φως έκανε τα μάτια τους να τσούζουν. Αφού συνήθισαν, περιεργάστηκαν τον απαγωγέα τους φοβισμένα. Χοντρή μέση και φουσκωμένη κοιλιά που ασφυκτιούσε πάνω από τη μεταλλική πόρπη της ζώνης. Παντελόνι, μαύρο και ασιδέρωτο, σχεδόν εφαρμοστό, που αναδείκνυε το αφύσικα μεγάλο όργανό του, και κατέληγε γυρισμένο λίγο πάνω από τους αστράγαλους. Και ‘κει, ένα ζευγάρι ξυπόλητα πέλματα να πηγαινοέρχονται μες στο δωμάτιο με τις φλέβες να πάλονται διακριτικά και τα δάχτυλα, τέλεια περιποιημένα, να χορεύουν λες και είχαν δικιά τους ζωή. «Τώρα θα διασκεδάσουμε» είπε και χαμογέλασε. Άρχισαν να ουρλιάζουν μα οι φωνές τους ήταν λεπτές και τσιριχτές.
                                                                      ***
  Κατευθύνθηκε προς το μέρος του κλουβιού και τους κοίταξε επίμονα. Ξεφύσηξε κουρασμένα και τέντωσε τα τριχωτά του δάχτυλα μέχρι να κάνουν όλα από ένα ανατριχιαστικό «κρακ». Άνοιξε το πάνω μέρος του κλουβιού, το σήκωσε και το γύρισε μέσα σε ένα κουτί που βρισκόταν στο πάτωμα. Τα ανθρωπάκια έπεσα βίαια στον πάτο του κουτιού. Μετά από την πτώση, το ένα δεν μπορούσε να σηκωθεί από τον πόνο, ενώ το άλλο κούτσαινε. Άρχισαν να εξαπολύουν κατάρες και απειλές που τον έκαναν να ξεκαρδιστεί στα γέλια. Κάθησε οκλαδόν δίπλα στο κουτί, άρπαξε μία καρφίτσα κι άρχισε να παίζει, προσπαθώντας να τα πετύχει. Το όρθιο ανθρωπάκι ήταν αρκετά διασκεδαστικό. Ούρλιαζε κι έτρεχε γύρω γύρω μέσα στο κουτί υψώνοντας τα χέρια του πάνω από το κεφάλι και προσπαθώντας πότε πότε να πιάσει την καρφίτσα για να του την αποσπάσει. Το άλλο ανθρωπάκι όμως δεν κουνιόταν και περισσότερο έκλαιγε παρά ούρλιαζε. Σύντομα σταμάτησε να γελάει κι άρχισε να βαριέται. Ξεφύσηξε πάλι με ένα δυνατό «φφφφ».
  Σηκώθηκε από τη θέση του και κατευθύνθηκε προς το ψυγείο που υπήρχε στο δωμάτιο, σέρνοντας τα βήματά του. Σύντομα άρχισε να σφυρίζει ρυθμικά βλέποντας με την άκρη του ματιού του το ένα ανθρωπάκι να έχει πέσει στα γόνατα, δίπλα στο άλλο, και να προσεύχονται μαζί σε θεούς και δαίμονες για σωτηρία. Γέλασε ειρωνικά. Άνοιξε το ψυγείο και έβγαλε από μέσα δύο ψωμάκια για σάντουϊτς, βούτυρο και τυρί. Άρχισε να αλείφει το βούτυρο σφυρίζοντας, έβαλε το τυρί και κατευθύνθηκε προς το κουτί. Έσκυψε από πάνω και άπλωσε την παλάμη του. Μια σταγόνα σάλιο ξέφυγε από το χείλι του. Με τα δυο του δάχτυλα έπιασε το ξαπλωμένο ανθρωπάκι που δεν του έφερνε αντίσταση. Το έχωσε ανάμεσα στα ψωμάκια. Αυτό ούρλιαζε. Άνοιξε το στόμα του. Αυτό ούρλιαζε. Έφερε το σάντουϊτς ανάμεσα στα δόντια του. Αυτό ούρλιαζε. Τα έκλεισε. Το ουρλιαχτό πνίγηκε κι αυτός μασούσε με ευχαρίστηση.
                                                            ***
  Έσφιξε τα βλέφαρά του με δύναμη. Τσίμπησε το μπράτσο του με περισσότερη δύναμη και δάγκωσε τη γλώσσα του μέχρι που γεύτηκε το αίμα του. Άνοιξε τα μάτια του. Διέκρινε τις τριχούλες στη μύτη του απαγωγέα τους. Δεν ήταν εφιάλτης. Ξαναέκλεισε τα μάτια του και άρχισε να κλαίει βουβά, τρομοκρατημένος. Ένιωθε την ανάσα του απαγωγέα να τον ζεσταίνει και μύριζε αυτό που μόλις είχε φάει. Το κουτί αναταράχτηκε και γύρισε ανάποδα σε χαμηλό ύψος από το πάτωμα. Έπεσε κάτω και τον άκουσε να λέει: «Άντε λοιπόν, τρέχα!». Άρχισε να τρέχει όσο γρήγορα του επέτρεπε το πονεμένο του πόδι, χωρίς να ξέρει πού να πάει και συνοδευόμενος από το σαρδόνιο γέλιο του απαγωγέα, του οποίου οι πατούσες τον ακολουθούσαν και συχνά τις έβλεπε από πάνω του και τις απέφευγε την τελευταία στιγμή. Σύντομα, άρχισε να λαχανιάζει και χώθηκε πίσω από το ψυγείο, προσπαθώντας να σκεφτεί. Αυτός, μετακινούσε το ψυγείο και έχωνε την πατούσα του από πίσω. Πισωπατούσε με μάτια γουρλωμένα προς τα πέλματα που αγωνιούσαν να τον φτάσουν και τις φλέβες τους που σκυροκοπούσαν. Ίσως κατάφερνε να περάσει κάτω από τη χαραμάδα εκείνης της πόρτας. Πήρε μια βαθιά ανάσα, ελίχτηκε, πέρασε ξυστά δίπλα από τα δαχτυλα κι άρχισε να τρέχει πάλι όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ένιωσε την έκπληξη του απαγωγέα αλλά αμέσως τον πήρε από πίσω. Έτρεχε όλο και πιο γρήγορα. Τα πέλματα τον ακολουθούσαν. Έτρεχε. Τα πέλματα πλησίαζαν. Έτρεχε, η χαραμάδα ήταν μπροστά, ένας σάλτος χρειαζόταν. Σκιά.
  Δεν πρόλαβε.

                                                                                                                      Ι.Α.

  • Μακροφιλία: Η σεξουαλική προσφιλή για γιγαντιαία όργανα και για γιγαντιαίες μορφές από τις οποίες το άτομο επιθυμεί να συνθλίβεται. 
  • Βοροφιλία: Η σεξουαλική προσφιλή στο να τρώγεσαι από γιγαντιαία άτομα.
  • Διαβόρος: Αυτός που τρώει.
  • Διάβορος: Αυτός που τρώγεται.
  • Ποδολαγνεία: Η σεξουαλική προσφιλή για τα κάτω άκρα.

Παραγγελία του φίλου μου Ε., που, για την ώρα, διαχειρίζεται τα πάθη του πιο δυνατά και πιο αξιοπρεπώς απ' ότι πίστευα ότι ποτέ θα δω και μπορούσα να φανταστώ ότι μπορεί να κάνει άνθρωπος και σίγουρα ο εαυτός μου. Τον ευχαριστώ για τη βοήθειά του.

Ερώτηση: Μιλήστε για τα πάθη σας, όποια κι αν είναι αυτά.

4 Οκτ 2011

Κατσαρίδες (part 1)

  Ξαφνικά, κάτι ανάδεψε τα σωθικά του. Ένας οξύς πόνος διαπέρασε τον εγκέφαλό του και κάθε άρθρωση του σκελετού του. Το στομάχι του συσπάστηκε  βίαια και αστραπιαία ξέρασε ό,τι είχε μέσα ανάμεικτο με κίτρινες βλένες. Διπλώθηκε. Τα μάτια του γούρλωσαν και τα ένιωθε να φουσκώνουν και να ξεφουσκώνουν ταχύτατα στο ρυθμό της καρδιάς του που χτυπούσε ολοένα και γρηγορότερα. Κοίταξε το στήθος του και την έβλεπε να προσπαθεί να το σκάσει από εκεί μέσα. Τα πλευρά του τον πίεζαν οδηνυρά και τα άκρα του πρήζονταν και ξεπρήζονταν, οι φλέβες του διογκώνονταν προσπαθώντας να διαπεράσουν το δέρμα του.
  Έριξε φευγαλέες ματιές γύρω του με όση όραση του απέμενε. Οι δρόμοι ήταν ασφυκτικά γεμάτοι από ησυχία. Τα φανάρια ήταν στη θέση τους και αναβόσβηναν από κόκκινο σε πράσινο και από πράσινο σε κίτρινο και μετά κόκκινο. Τα αυτοκίνητα όμως ήταν ακινητοποιημένα και άνθρωποι δεν υπήρχαν πουθενά. Τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά, όπως όριζε η ώρα, αλλά τα εμπορεύματα εκτεθειμένα, δεν υπήρχαν πωλητές, ούτε πελάτες. Τα κτήρια ήταν τεράστια, αφύσικα τεράστια και έγερναν προς το μέρος του. Τα πεζοδρόμια και οι γραμμές στους δρόμους καμπυλώνονταν. Σύννεφα είχαν κρύψει τον ήλιο χωρίς να φαίνεται όμως να κινούνται προς τα κάπου. Ένα ανατριχιαστικό αεράκι φυσούσε παρασέρνοντας κωλόχαρτα από τους κάδους και τα παράθυρα των γραφείων στους πάνω ορόφους.  Όσο περνούσε η ώρα τα κτήρια έγερναν και πιο πολύ, μεγάλωναν και πιο πολύ και το γκράφιτι σε έναν γυμνό τοίχο μαύριζε με ένα μαύρο κολασμένο και έγραφε «βασανίζομαι». Μια κατσαρίδα πέρασε από δίπλα του βιαστικά και χάθηκε στον υπόνομο.
  Ούρλιαξε. Η κατσαρίδα είχε το μέγεθός του. Πισωπάτησε. Λίγο ακόμα και θα έπεφτε στον υπόνομο. Οι πόνοι είχαν περάσει. Κοίταξε το σώμα του. Όλα φαίνονταν στη θέση τους αλλά ήταν γυμνός. Ενστικτωδώς κοίταξε βιαστικά γύρω του και έβαλε τα χέρια του πάνω στο μόριό του. Πρώτα παρατήρησε τον υφασμάτινο σωρό δίπλα του, έμοιαζε με τα ρούχα του, μόνο που ήταν τεράστια. Ύστερα την πόλη γύρω του, είχε και πάλι φασαρία, μόνο που ήταν γιγαντιαία και τότε θυμήθηκε τρομαγμένος.
   «Ο αδερφός μου!». Άρχισε να στριφογυρνάει το κεφάλι του σα σβούρα χωρίς να τον νοιάζει πια το μόριό του. Τον είδε λίγο πιο πέρα με το ίδιο τρομακρατημένο βλέμμα να στριφογυρνάει το κεφάλι του σα σβούρα, γυμνό. Τον φώναξε και η φωνή του ήταν λεπτή και τσιριχτή. Τον φώναξε κι αυτός αλλά η φωνή του ήταν λεπτή και τσιριχτή. Έτρεξαν ο ένας προς τον άλλο. Αγκαλιάστηκαν. Συνειδητοποίησαν ότι έπρεπε να πάνε κάπου όπου θα είναι ασφαλείς γιατί οι άνθρωποι ήταν στη θέση τους και το χειρότερο, κινούνταν. Μπορούσαν να το καταλάβουν γιατί έβλεπαν παντού παπούτσια να πηγαινοέρχονται, μοκασίνια, γόβες, αθλητικά, σαγιονάρες, κάθε λογής παπούτσια κυκλοφορούσαν γύρω τους, άνοιγαν και έκλειναν με ταχύτητα, μπορούσαν να τα ακούσουν, μπορούσαν να είναι από κάτω τους.
  Άρχισαν να τρέχουν προς έναν τοίχο, μιαν άκρη, έτρεχαν κι ο αγώνας τους έμοιαζε να μην τελειώνει ποτέ. «Γκντουπ» χτύπησαν πάνω σε έναν γυάλινο τελικά τοίχο, πάνω στη φόρα τους. Οπισθοδρόμησαν και χτύπησαν πάλι σε γυάλινο τοίχο. Πήγαν δεξιά, πήγαν αριστερά, ο γυάλινος τοίχος ήταν εκεί. Ήταν περικυκλωμένοι και έβλεπαν καθαρά μία τεράστια κιτρινόμαυρη οδοντοστοιχία που αναδείκνυε όλη της τη σαπίλα. Από πάνω της, δύο μάτια, σχιστά από το γέλιο, γυάλιζαν θριαμβευτικά. Ανάμεσα τους τρίχες εξείχαν από τα ρουθούνια και πήγαιναν πέρα δώθε, πέρα δώθε από αγωνία κι ενθουσιασμό. Ξαφνικά, μια σκιά έπεσε απάνω τους κι ύστερα ο ήλιος κρύφτηκε εντελώς. Ύστερα, κάποιες χαραμάδες άνοιξαν και το φως άρχισε πάλι να τους φτάνει από όπου και έβλεπαν τι γινόταν. Άρχισαν να χάνουν την ισορροπία τους, έπεσαν κάτω. Η πτήση κράτησε δύο το πολύ δευτερόλεπτα και μετά όλα σκοτείνιασαν εντελώς. Ένα χαιρέκακο γέλιο ακούστηκε και άρχισαν πάλι να νιώθουν κίνηση επιβεβλημένη από έξω, παρέα με ένα ρυθμικό σφύριγμα. Ούρλιαζαν μα οι φωνές του ήταν λεπτές και τσιριχτές.

Συνεχίζεται...

                                                                                                                    I.A.

Παραγγελία του φίλου μου Ε., που, για την ώρα, διαχειρίζεται τα πάθη του πιο δυνατά και πιο αξιοπρεπώς απ' ότι πίστευα ότι ποτέ θα δω και μπορούσα να φανταστώ ότι μπορεί να κάνει άνθρωπος και σίγουρα ο εαυτός μου.

28 Σεπ 2011

αναστενάρης στη Σαρατόγκα

καμιά φορά εκεί που κάθομαι κι αισθάνομαι καλά
συμβαίνει.
συμβαίνει ξανά και ξανά.
με πλησιάζει κάποιος και λέει,
"βρε, σε ξέρω εσένα!"
το λένε με μια δόση
ενθουσιασμού και ευχαρίστησης,
και τότε τους λέω,
"όχι, με μπερδεύετε με
κάποιον άλλο",
αλλά αυτοί επιμένουν
ότι δεν τους ξεγελάω:
ήμουν ξενοδοχειακός υπάλληλος του τάδε
θερέτρου στη Φλόριντα
ή αναστενάρης στη
Σαρατόγκα ή διοργάνωνα παράνομα στοιχήματα στη
Φιλαδέλφεια
ή με είδαν να παίζω ένα ρόλο σε κάποια
ταινία αλλά δε θυμούνται σε ποια.
αυτό με κάνει να χαμογελάω.
μ' ευχαριστεί.
μ' αρέσει να με βλέπουν σαν έναν
κανονικό γέρο,
ένα ευγενές μέλος της φυλής
έναν καλό τυπάκο που δεν το
'χει βάλει κάτω,
αλλά αναγκάζομαι να τους εξηγήσω ότι
κάνουν λάθος, δεν είμαι αυτός που νομίζουν
κι απομακρύνομαι
αφήνοντάς τους στη σύγχυση και την
καχυποψία.

το περίεργο είναι πως, όταν κάθομαι
και δεν αισθάνομαι καλά,
ανησυχώ για τα τετριμμένα πράγματα
ταλανίζομαι για ασήμαντες αδικίες
κανείς δεν με πλησιάζει
νομίζοντας ότι είμαι
κάποιος άλλος.
ο όχλος ξέρει περισσότερα απ'
όσα
υποτεύεσαι
πότε έτσι και πότε
αλλιώς,
νεκρός ή
ζωντανός.

αλλάζουμε κάθε λεπτό
προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο
με το πέρασμα του χρόνου
κι αυτοί
(όπως εσύ κι εγώ)
προτιμούν τις καλές στιγμές
το φωτεινό βλέμμα
τη λάμψη
της αστραπής
πίσω απ' το βουνό
γιατί απ' όσο μπορούμε να ξέρουμε
αν η απελπισία αποφασίσει τελικά να
στρογγυλοκαθίσει μέσα σου
κανείς δε σε μπερδεύει
με κάποιον άλλον*
έτσι
όσο συμβαίνει
να με
πλησιάζουν
και να με μπερδεύουν με κάποιον
πραγματικά ζωντανό
μπορώ να ελπίζω
ότι με κάποιον τρόπο
είμαι κι εγώ
ζωντανός.
Charles Bukowski
από το: η Λάμψη της Αστραπής Πίσω απ' το Βουνό
μετάφραση: Σώτη Τριανταφύλλου
επιμέλεια: Ανθή Μπίσσα
εκδόσεις: Ηλέκτρα
Ερώτηση: Φαίνεται η αστραπή πίσω απ' το βουνό; Πότε σας πλησιάζουν;

16 Σεπ 2011

Δαχτυλίδι

Πώς
η αφορμή
για τόση πίκρα
να συγκεντρώνει
όλου
του κόσμου μου
το μαγνητισμό
και
το φόβο
-γι' αυτό-
να την
αγγίξω.
                  Στον Γ.
              Ι.Α.

Ερώτηση: Νιώσατε ποτέ ότι κάτι ασήμαντο μπορεί να συμβολίζει κάτι τεράστιο και γι' αυτό να φοβάστε να κάνετε μία απλή κι ασήμαντη κίνηση που όμως για εσάς συμβολίζει κάτι τεράστιο; Το φαίνεσθαι και το είναι διαπλέκονται. Πού μπορεί να οδηγήσει ο φόβος και πόσο μακριά μπορεί να σας πάει;

12 Σεπ 2011

Αντιστροφή Ρόλων

Μέσα από υγρό που κυλά στις φλέβες,
διέξοδος σε σκέψεις κι αισθήματα,
βγαίνει στις δυο κόκκινες κουμπότρυπες,
βουλιάζοντας μέσα σε δυο μπράτσα,
αιματηρές λιμνούλες που ξεχειλίζουν
και πνίγουν φυτά και ποτίζουν φυτά.

Λέξεις, μάτια, αγγίγματα,
φτερά στροβιλίζουν τον αέρα,
η μυτη τον σκίζει,
ένα γεράκι τόσο δα που πρκαλεί τυφώνα.
Μισή ζωή τρέφει το βυζί,
μισή ζωή θηλάζει.

Αρχή είναι το τέλος ενός δρόμου
με αρχή το τέλος του.
Πέρα και δώθε, σαν εκρεμμές, ελατήρια,
άλμα, πόνο στην αγάπη,
ανακύκλωση εμπειριών επωάζεται σε τύψεις,
και πίσω.
                                         Ι.Α.
                                  Στον Β.

Ερώτηση: Πότε νιώσατε ότι οι ρόλοι αντιστράφηκαν; Ότι ένα άτομο που είχε όλη τη δύναμη του κόσμου ξαφνικά τη διοχέτευσε -άθελά του μάλλον- σε σας που ήσασταν το τίποτα -για λίγες στιγμές μάλλον;

8 Σεπ 2011

Ιδανικοί Αυτόχειρες

Γυρίζουν το κλειδί στην πόρτα, παίρνουν
τα παλιά, φυλαγμένα γράμματά τους,
διαβάζουν ήσυχα, κι έπειτα σέρνουν
για τελευταία φορά τα βήματά τους.

Ήταν η ζωή τους, λένε, τραγωδία.
Θεέ μου, το φριχτό γέλιο των ανθρώπων,
τα δάκρυα, ο ιδρώς, η νοσταλγία
των ουρανών, η ερημία των τόπων.

Στέκονται στο παράθυρο, κοιτάνε
τα δέντρα, τα παιδιά, πέρα τη φύση,
τους μαρμαράδες που σφυροκοπάνε,
τον ήλιο που για πάντα θέλει δύσει.

Όλα τελείωσαν. Το σημείωμα να το,
σύντομο, απλό, βαθύ, καθώς ταιριάζει,
αδιαφορία, συγχώρηση γεμάτο
για κείνον που θα κλαίει και θα διαβάζει.

Βλέπουν το καθρέφτη, βλέπουν την ώρα,
ρωτούν αν είναι τρέλα τάχα ή λάθος,
"όλα τελείωσαν" ψιθυρίζουν "τώρα",
πώς θ' αναβάλουν βέβαιοι κατά βάθος.

Κ. Γ. Καρυωτάκης