22 Νοε 2011

η Ζωή και οι Απόψεις του Τρίστραμ Σάντι, Κυρίου από Σόι

  Μολονότι ο άνθρωπος είναι το πιο παράξενο απ' όλα τα οχήματα, είπε ο πατέρας μου, το πλαίσιό του είναι ταυτόχρονα τόσο εύθραυστο και τόσο χαλαρά συναρμολογημένο, ώστε τ' απότομα τινάγματα και τ' ασφυκτικά στριμώγματα, που αναπόφευκτα τον περιμένουν σ' αυτό το δύσκολο ταξίδι, θα τον ανέτρεπαν και θα τον τσάκιζαν δέκα φορές τη μέρα -αν, αδερφέ μου Τόμπι, δεν υπήρχε μια μυστική δύναμη μέσα μας- Μια δύναμη, είπε ο θείος μου Τόμπι, που πιστεύω ότι είναι η Θρησκεία. -Μπορεί η θρησκεία να διορθώσει τη μύτη του παιδιού μου; φώναξε ο πατέρας μου αφήνοντας το δείκτη του και χτυπώντας τα χέρια του -Μπορεί να φέρει τα πάντα στον ίσιο δρόμο, απάντησε ο θείος μου Τόμπι -Μιλώντας μεταφορικά, αγαπητέ μου Τόμπι, μπορεί να κάνει τα πάντα απ' όσο ξέρω* μα η δύναμη, για την οποία μιλώ, είναι η μεγάλη κι ελαστική δύναμη της αντιστάθμισης του κακού που, σαν κρυφό ελατήριο σε μια καλολαδωμένη μηχανή, μολονότι δε μπορεί ν' αποτρέψει την κρούση -τουλάχιστον ρυθμίζει το πόσο θα την αισθανθούμε.
  Λοιπόν, αγαπητέ μου αδερφέ, είπε ο πατέρας μου, ξαναβάζοντας το δείκτη στη θέση του, μιας και πλησίαζε στην ουσία του θέματός του, -αν το παιδί μου είχε βγει σώο και ασφαλές στον κόσμο, με ανέπαφο εκείνο το πολύτιμο μέλος του -όσο ιδιότροπος ή υπερβολικός κι αν φαίνομαι στον κόσμο με τις απόψεις μου περί χριστιανικών ονομάτων και της μαγικής προδιάθεσης που τα καλά ή κακά ονόματα εγγράφουν ανεξίτηλα επάνω στο χαρακτήρα και τη συμπεριφορά μας -μάρτυς μου ο ουρανός! ούτε στη μεγαλύτερη έκσταση της επιθυμίας μου για την ευτυχία του παιδιού μου δε θέλησα να στέψω το κεφάλι του με περισσότερη δόξα και τιμή απ' όσο θα του χάριζαν το ΓΕΩΡΓΙΟΣ ή το ΕΔΟΥΑΡΔΟΣ.
 Μα αλίμονο! συνέχισε ο πατέρας μου, αφού του έτυχε το μεγαλύτερο κακό -πρέπει ν' αντιδράσω και να το αντισταθμίσω με το μεγαλύτερο καλό.
  Θα βαφτιστεί Τρισμέγιστος, αδερφέ μου.
  Μακάρι να πιάσει -απάντησε ο θείος μου Τόμπι και σηκώθηκε.
                                                               ***
  (...)
  ----"Ο Θεός να ευλογεί", είπε ο Σάντσο Πάντσα, "αυτόν που ανακάλυψε τον ύπνο -κουκουλώνει τον άνθρωπο καλά-καλά σα μανδύας". Για μένα, η φράση αυτή αξίζει περισσότερο και μιλάει θερμότερα στην ψυχή και στα συναισθήματά μου απ' όσο όλες μαζί οι διατριβές που κατέβασαν τα σοφά κεφάλια πάνω σ' αυτό το θέμα.
   --Ούτε διαφωνώ ολότελα μ' αυτά που λέει ο Μονταίνιος -είναι με τον τρόπο τους θαυμαστά. -(Σας τα παραθέτω από μνήμης).
  Ανάμεσα στις απολαύσεις του κόσμου, λέει, είναι κι ο ύπνος, που τον χαιρόμαστε χωρίς να τον γευόμαστε ή να τον νιώθουμε, καθώς γλιστρά και προσπερνά -Θα 'πρεπε να τον μελετήσουμε και να τον στοχαστούμε, ώστε να ευχαριστήσουμε αναλόγως Αυτόν που μας τον χαρίζει -για το λόγο αυτό, προσπαθώ να 'ναι ο ύπνος μου ταραγμένος, ώστε να τον απολαμβάνω καλύτερα και πιο συνειδητά -Κι όμως, βλέπω μερικούς, λέει πάλι, που ζουν με λιγότερο ύπνο, όταν το απαιτεί η ανάγκη* το σώμα μου αντέχει στη σταθερή μα όχι στην ξαφνική και βίαιη αναστάτωση -τελευταία αποφεύγω κάθε έντονη άσκηση -Ποτέ δεν κουράζομαι να περπατώ -αλλ' από τα νιάτα μου ακόμα, δε μου άρεσε να τραντάζομαι πάνω στα λιθόστρωτα. Μ' αρέσει να πλαγιάζω μόνος και στα σκληρά κι ακόμα χωρίς τη γυναίκα μου.---
  Η τελευταία αυτή λέξη ίσως κλονίσει τις πεποιθήσεις του κόσμου -μα θυμηθείτε, "La Vraisemblance (όπως λέει ο Μπεϊλέ στην υπόθεση του Λικέτου) n' est pas toujours  du Cote de la Verite". Αυτά λοιπόν περί ύπνου. ---

Laurence Sterne
μετάφραση: Έφη Καλλιφατίδη
επιμελητές: Γιώργος Δαρδάνος, Κυριάκος Αθανασιάδης, Μαρία Ράμμου
εκδόσεις: Gutenberg
                                                                                                                                          
Ερώτηση: Μικρές αλήθειες σ' ένα αστείο και σουρεαλιστικό βιβλίο του 18ου αι., από τα πρώτα  και πιο αριστοτεχνικά στο να ξεφεύγει ο συγγραφέας απ' το θέμα και να επιστρέφει πίσω πολλές σελίδες μετά. Γελάσατε;

17 Νοε 2011

Ελπίδα (γράμμα στον Κ.)

Φτύσε το φιτίλι
καλά,
μια γεμάτη χλέπα,
παρέα με φλέμμα,
για να 'σαι σίγουρος
ότι
δε
θα
ξανανάψει.
Η τεχνολογία,
όμως,
έχει προχωρήσει
κι υπάρχουν
τα σεσουάρ,
οι αναπτήρες που δε σβήνουν
κι η αρχέγονη γνώση
ότι
θα
εξελιχτεί
κι άλλο
και θ' ανάψει
ξανά
κ ξανά
κ ξανά...
μέχρι
η λαμπάδα
να τελειώσει.
Έχεις
ένα στόμα
πλούσιο
σε σιελογόνους αδένες,
εγώ, όμως,
έχω
ζωή
ακόμα,
ευτυχώς,
και χέρια
για
να
στο
ράψω.
Κι η δική σου λαμπάδα
βρίσκεται στο τέλος
κι, επιπλέον, τη φτύνεις ο ίδιος.
Μαλάκα!
                                          Ι.Α.
Ερώτηση: Πόσο εύκολα ξαναχτίζεται το κάστρο σας, αφού περάσει ένας μαλάκας και το γκρεμίσει όλο (και δεν αναφέρομαι απαραίτητα σε έρωτες); Το ένστικτο επιβίωσης νομίζω είναι αυτό που δεν αφήνει τη λαμπάδα της ελπίδας να σβήσει. Γιατί μπορεί να πεθαίνει αλλά θα είναι η τελευταία.

11 Νοε 2011

Εκκλησιαστής

 (...)
 -Όποιος φορτώνει στους άλλους την περιφρόνηση που τρέφει για τον ίδιο του τον εαυτό, για τις δικές του ήττες, όποιος ενοχοποιεί και κατακρίνει για να μην κριθεί και να μην ενοχοποιηθεί, κρύβει μέσα του έναν παπά, που ακόμα κι αν θέλει να τον αποφύγει, εξακολουθεί να κρώζει ανάμεσα στα μαυροφορεμένα κοράκια της παλιάς πίστης. Όποιος διαθέτει αρκετή ευφυΐα για να καταλάβει τον κόσμο και πολύ λίγη για να μάθει να ζει, δεν μπορεί να ελπίζει παρά μόνο στο μαρτύριο.
 Μου χαμογελάει ξανά.
 -Εγώ ποτέ δε μίλησα για εκλεκτούς. Είπα μονάχα πως ο καθένας μπορεί ν' ανακαλύψει μέσα του το πνεύμα του Θεού, το οποίο είναι ελεύθερο, ξένο σε κάθε κώδικα, ανίκανο να βλάψει. Είπα πως η αμαρτία είναι μέσα στο κεφάλι του αμαρτωλού.
 Αρχίζω να καταλαβαίνω.
 Συνεχίζει ήρεμος:
 -Στα είκοσί μου πίστευα πως ο Λούθηρος μάς είχε χαρίσει μια ελπίδα. Δε μου πήρε πολύ για να αντιληφθώ πως αμέσως μετά την απεμπόλησε. Ο γερο-μοναχός μάς απάλλαξε απ' τον πάπα και τους δεσποτάδες, αλλά ταυτόχρονα μας καταδίκασε στο ν' αναζητούμε την εξιλέωση μέσα στη μοναξιά, τη μοναξιά της εσωτερικής αγωνίας, εγκαθιστώντας έναν παπά μέσα στην ψυχή μας, ένα δικαστήριο της συνείδησης που κρίνει την κάθε μας κίνηση, που καταδικάζει την ελευθερία του πνεύματος στο όνομα της ανεξιλέωτης διαφθοράς της ανθρώπινης φύσης. Ο Λούθηρος έσκισε από τους παπάδες το μαύρο ράσο μόνο και μόνο για να το ξαναράψει στις καρδιές όλων των ανθρώπων.
 (...)
                                                               ***

 (...)
 Κουνάει το κεφάλι του:
 -Αυτός ενδιαφέρεται κυρίως για τα χρήματα. Κι εγώ το ίδιο. Όμως, αν καταφέρουμε να κλονίσουμε στ' αλήθεια το πιστωτικό σύστημα των Φούγκερ, τότε μέσα σε πολύ λίγα χρόνια θα οδηγηθούν σε πτώχευση.
 Η καρδιά μου χτυπά πολύ δυνατά και μου λύνει τον κόμπο στο στομάχι, τα σπλάχνα μου ηρεμούν: ο Φερδινάνδος, ο Κάρολος Ε', ο Πάπας, οι Γερμανοί ηγεμόνες* όλοι τους κρέμονται από το πουγκί του Άντον του Πονηρού.
 Το σιγομουρμουρίζω, λες και βλέπω ένα όραμα.
-Και μαζί μ' αυτούς θα καταστραφούν και οι Αυλές της μισής Ευρώπης.
 (...)
                                                                    ***

(...)
 Ο Γκοτς περιμένει κάποια αντίδραση:
 -Δεν είναι καταπληκτική ιστορία; Για να εκπορθήσεις μια πόλη, ίσως να χρειάζονται μερικοί φανατικοί που να πιστεύουν στον αγώνας τους, αλλά για να διεισδύσει κάποιος σπιούνος απαιτούνται χρήματα. Χρειάζονται οι Φούγκερ. Τα λεφτά έχουν πάντοτε σχέση με ό,τι συμβαίνει.
 (...)
 -Στις αρχές του 1534 οι Βαπτιστές του Μίνστερ δέχτηκαν τις πρώτες ικανοποιητικές εισφορές σε μετρητά, ως συμβολή στον αγώνα, προερχόμενες από διάφορες κοινότητες αλλά και από μεμονωμένους ομόδοξους αδελφούς.
 -Δηλαδή θέλεις να πεις ότι εκείνα τα χρήματα θα χρησιμοποιούνταν για να κερδίσουν τη φιλία των Βαπτιστών...
 -Ποιο θα ήταν το καλύτερο διαβατήριο για έναν κατάσκοπο;
 (...)
Luther Blisset
μετάφραση: Χρύσα Κακατσάκη
επιμέλεια: Γιώργος Αριστηνός
εκδόσεις: Τραυλός
Ερώτηση: Χρήματα και Εκκλησία -με τη μορφή που είχε, έχει και μάλλον θα έχει- ως αλληλένδετες και πραγματικά αλληλέγγυες μορφές εξουσίας. Περί επαναστάσεων...

6 Νοε 2011

Ημερολογιακές καταγραφές (2)

  Στο νοσοκομείο...

  -Η μάνα μου την έχει ψωνίσει,
   η άλλη κάνει γαλλικό μανικιούρ στα πόδια σα να μην υπάρχει αύριο
   κι εγώ περιμένω, ανάμεσα
   σε γέρους
   που με κοιτούν περίεργα,
  παιδιά
  που με κοιτούν περίεργα,
  ενήλικες
  που με κοιτούν περίεργα.
  Αλλά,
  εγώ
  περιμένω το γιατρό μου
  να με κοιτάξει περίεργα.

 - Δεν αντέχω όλους αυτούς που με κοιτούν περίεργα, ούτε τη θαρραλέα και μισότρελη θλίψη στη μάπα αυτής της τύπισσας με τη Σκλήρυνση Κατά Πλάκας. Αυτή δεν ασχολείται μαζί μου βέβαια. Γιατί τότε ασχολούμαι εγώ; Η δικιά μου θλίψη ούτε θαρραλέα είναι κι, ακόμα περισσότερο, ούτε δικαιολογημένη.

 -(…)

 -Λοιπόν, τώρα παρατήρησα ότι η τύπισσα είναι εδώ με τη μάνα της. Αυτή 50, η μάνα της 75. Λοιπόν, ποια από τις δύο είναι πιο τρελή ή περνάει το μεγαλύτερο Γολγοθά; Είναι επίσης ανύπαντρη. Ε έτσι μαλθακή και «με φωνή της Χάιντι» που είναι, ποιος διάολος να την παντρευτεί; Κι αυτός θα την ξαποστείλει. Απ’ την άλλη βέβαια μήπως την πήρε κανένας μαλάκας και την παράτησε λόγω ΣΚΠ; Τι θα ήταν χειρότερο άραγε; Να με παρατήσει όταν πάθω ΣΚΠ ή να βρει γκόμενα να γαμιέται και να μείνει δίπλα μου παριστάνοντας –ή και όχι- ότι μ’ αγαπάει;

 -Αυτή η τηλεόραση λαλάει, λαλάει και δε λέει να τελειώσει. Μα ούτε ένα βιβλίο κι όλη τη μέρα αποχαυνωμένοι μπροστά στην τηλεόραση να γαμιέται το μάτι τους στο φως και την τραμπάλα ρε πούστη! Περιμένουν την ώρα να περάσει , μέχρι να μπει η νοσοκόμα, να χαιρετήσει δήθεν χαρούμενα, να διώξει όλους τους επισκέπτες, να τσιρίξει μαλακίες, να πιάσει τις ενέσεις, ν’ αρχίσει να τρυπάει, να το παίξει παρηγορητική και να βγει έξω με το βήμα των SS. Με το χέρι μουδιασμένο, απλωμένο, γυρισμένο ανάποδα μπορεί, και τα υγρά να τσουλάνε μέσα στις φλέβες τους, σέρνονται που κ που μέχρι την τουαλέτα, κατουράνε, χέζουν, αν μπορούν να το κάνουν κι αυτό, με τη μαλακία που δεν ξέρω πως λέγεται και στηρίζει τις μπουκάλες, να γλυστράει δίπλα τους σύμφωνα με το παράγγελμα τους. Κι έρχονται οι νοσοκόμοι και τους παίρνουν με τα καρότσια κάνοντάς τους εξωτικές βόλτες μέσα στους νοσοκομειακούς δαιδάλους γύρω γύρω, για να τους πάνε για εξετάσεις. Τους παρατάνε σε μια αίθουσα, αυτοί μπερδεύονται, περνάνε 3 ώρες και αφού γίνει η δουλειά, άμα γίνει, και ένας θεός ξέρει τι δουλειά... Αλλά αυτοί τα δέχονται όλα στωικά κι αδιαμαρτύρητα, μαζί με όλον τον κατακερματισμό της αξιοπρέπειάς τους, για χάρη της τηλεόρασης που λαλάει και λαλάει και σκασμό δε βγάζει, αλλά όσο την ακούνε, αυτό σημαίνει ότι επιβιώνουν και αυτό τους ευχαριστεί. Ν’ ακούσουμε όση περισσότερη τηλεόραση μπορούμε, αυτό σημαίνει ζωή. Τέλος πάντων, κι αν τους θυμηθούν οι νοσοκόμοι, τους γυρνάνε πίσω, πισω στο κρεβάτι τους, στη γαμημένη τηλεόρασή τους, που να πάρει ο διάολος!
  Θέλω να τη σπάσω. Μα πώς μπορώ να κατηγορώ έτσι κάτι που επιμηκύνει την επιβίωση δίνοντας λόγο ύπαρξης;

 -Τώρα που φύσηξε,  αυτή η τύπισσα λέει γελώντας «Μαμά, φυσικός ανεμιστήρας, έτσι;!», εννοώντας την πόρτα. Μα αυτή είναι πλακωμένη στα ψυχοφάρμακα! Τη χάζεψε τόσο η αρρώστια.

 -Μα αν είναι δυνατόν! Κοίτα πώς φοράει τη φόρμα του αυτός ο γιατρουδάκος! Μα τι ψωνάρα θεέ μου;! Πού νομίζει ότι βρίσκεται; Σε party μασκέ για κηφισιώτικα, δεκαοχτάχρονα, trendy, κωλόπαιδα, με τις φόρμες κατεβασμένες; (…)

    -(…)

   -Περνάει ένας τύπος με μπιρμπιλωτό μάτι αγελάδας. (Θα ορκιζόμουν ότι είναι πανέξυπνος –το εννοώ.)
  Αλλά αυτή την παντόφλα, την πλαστική, άνθρωπέ μου, τι την ήθελες ;

   -(...)  Φοβάμαι το ψυχιατρείο, εκεί θα καταλήξω. Τουλάχιστον θα έχω τη δύναμη να γράφω; Θα μου δίνουν χαρτί και στυλό; Ή θα μου δίνουν χαρτί και άξυστο μολύβι; Τους καριόληδες! (...)

  -Ο τύπος με το κινητό του μας έχει γαμήσει το κέρατο! (...)

  -(...)

  -Ο τύπος με το κινητό έχει λουστεί με την κολόνια του. Ή μήπως ήταν ο γιατρός; Μάλλον ο γιατρός.

  -(...)

  -Τελικά κάποιος άλλος είναι. Βρομάει!!!

  -(...)
                                                                                 Ι.Α.
Ερώτηση: Ιστορίες καθημερινής τρέλας, υπερβολικές κι εγωιστικές σκέψεις που καθοδηγούνται, διασταυρώνονται και ανεξαρτητοποιούνται από τις σκέψεις, πράξεις και παρατηρήσεις των άλλων. Πείτε τη δικιά σας.