20 Νοε 2013

Οι λεκέδες

    Μ’ αφήνει στο σπίτι του να τον περιμένω μόνη από τις εξίμιση το πρωί όταν ξυπνάει μέχρι τις πέντε το απόγευμα που θα γυρίσει φέρνοντας μαζί του φιλιά, τις παλάμες του, πορτοκάλια και σοκολάτες. Οι γραμμές στα μάγουλά του, πάντα κουρασμένες, αλλάζουν σχήμα όταν μου δίνει κάτι από αυτά.
   Ξυπνάω και χαϊδεύω τα σεντόνια και τις μαξιλαροθήκες. Τα μυρίζω και χαμογελάω, τα φιλάω απαλά για να μην τον ξυπνήσω, αγκαλιάζω τα στήθη μου για να τα απελευθερώσω από τις παλάμες του, λέω σιγανή καλημέρα και σηκώνομαι.
    Η μυρωδιά του αναδύεται από τους καναπέδες και τα καλύμματα, τα παπούτσια και τα χαλιά, από τα ρούχα που ‘ναι κρεμασμένα στον καλόγερο, απ’ το καλάθι των απλύτων στην τουαλέτα. Το ανοίγω και διαπιστώνω ότι δε βρομάει όπως το δικό μου, μα όλα τα φάσματα αγάπης ξεχύνονται από ‘κει μέσα, και τα ρούχα αυτά αισθάνονται τυχερά που, αν και ασιδέρωτα, βρίσκεται κάποια μύτη σαν τη δική μου να εκτιμήσει την αξία τους. Κοιτάω πάνω απ’ τον ώμο μου μην τυχόν και ανοίξει η πόρτα ξαφνικά και με πιάσει στα πράσα να οσμίζομαι τα βρακιά του σαν ανώμαλη ερωτοχτυπημένη.
      Στύβω τα πορτοκάλια και τρώω μια σοκολάτα. Με το ποτήρι συνοδεία, πάω να στρώσω το κρεβάτι. Όλοι οι λεκέδες βρίσκονται ακόμα στο κατωσέντονο, άσπρες στάμπες, μικρές και μεγάλες, παλιές και πιο καινούργιες να θυμίζουν κάθε μία από τις ερωτικές στάσεις της τελευταίας βδομάδας. Δεν αλλάζει τα σεντόνια κάθε μέρα. Θέλει, λέει, να κοιμάται μαζί μου κι όταν δεν είμαι εκεί. Οι μπλούζες που έχω αφήσει εγώ μυρίζουν ακόμα πορτοκάλι και τσιγαρίλα, άπλυτες, βρόμικες, χυδαίες, τσιτσιρίζουν φροντίδα, κορδώνονται στον καθρέφτη διπλωμένες.
        Ακουμπάω το ποτήρι στο κομοδίνο· γεμάτο πορτοκαλάδα, γεμάτο απ’ τις πυτζάμες του. Θα πιάσω την μπλούζα του και με τα δυο μου χέρια, θα την σηκώσω στον αέρα, θα την ανεμίσω κι αυτός θα ποτίσει ύπνο, χασμουρητό, αγκαλιές και ιδρώτα. Και μετά θα την φέρω στην καρδιά μου, θα την ακουμπήσω με το μάγουλο, θα τριφτώ απάνω της γουργουρίζοντας σα γάτα, θα χαμογελάσω πάλι, θα την διπλώσω με τα μανίκια προς τα έξω.
     Αχνά, σκουρόχρωμα στίγματα βρίσκονται εκεί και με κοιτούν. Τα κοιτώ. Με κοιτούν. Πλησιάζω τη μύτη μου. Η μύτη πλησιάζει. Η μύτη φτάνει. Η μύτη ακουμπάει τις ραφές στα μανίκια. Τα ρουθούνια ανοίγουν. Τα τριχίδια ερεθίζονται. Η μύτη ρουφάει, ρουφάει, ρουφάει, ρουφάει όσο μπορεί και ρουφάει κι άλλο. Τα πνευμόνια φούσκωσαν, η κοιλιά φούσκωσε, η μύτη ρούφηξε, το αιδοίο άνοιξε και χορεύει κλακέτες στη μουσική της εισπνοής αυτής της ηδονής.
      Το άρωμα της πορτοκαλάδας ξεθώριασε. Η μύτη μου κι εγώ θα περιμένουμε βυθισμένες στα σεντόνια· να πάει πέντε. 
 Ι.Α.
Ερώτηση: Τι σας ερεθίζει;

5 Σεπ 2013

·το παράθυρο.


  Όλα τα ζώα τρώνε πράγματα και μετά τα κοπρίζουν. Όλα τα ζώα εκτός από ένα, τον Βασιλιά των ζώων, τον Άνθρωπο.
  Ο άνθρωπος χέζει και από τον κώλο του και από τα χέρια του και όχι μόνο όταν τρώει και όχι μόνο χρώματος καφέ.
  Η αλήθεια σοκάρει κι αυτό είναι μια αλήθεια σοκαριστική. Θα διηγηθώ μια ιστορία τώρα.
  Σ’ ένα παρκάκι κάπου στην Αθήνα έχει πεύκα πολλά, ίσα με πέντε μέτρα ύψος και κλαδιά γεμάτα βελονίτσες που ανοίγουν σαν βεντάλιες στον ουρανό και καλύπτουν τη γη από κάτω τους. Είναι πολύ σκοτεινά, πράσινα  και  πράγματι ρομαντικά, το ιδανικό μέρος για κάθε ζευγάρι που δεν έχει προσωπικό χώρο για να γαμηθεί κι έχει μετατρέψει το αυτοκίνητό του σε κρεβατοκάμαρα, το ιδανικό μέρος για κάθε ζευγάρι που δεν κρατιέται και θέλει να γαμηθεί τώρα καθώς επίσης και το ιδανικό μέρος για κάθε ζευγάρι που θέλει απλά να ζήσει την περιπέτειά του και να γαμηθεί μια φορά στην εξοχή, μέσα στο αυτοκίνητο.
  Αυτές τις μέρες όμως ειδικά έχουμε ένα νεοσύλλεκτο ζευγάρι.  Είναι κι οι δύο μες στο κέφι μέχρι που το αυτοκίνητο φτάνει στο παρκάκι. Αρχίζουν τα γελάκια αμηχανίας και οι παλμοί τους αυξάνονται. Ανοίγουν μια μπύρα να χαλαρώσουν. Το καπάκι πετιέται· από το παράθυρο. Τη μοιράζονται γεμάτοι αγαλλίαση. Η μπύρα τελειώνει και το μπουκάλι πετιέται· από το παράθυρο.
  Κάτι πρέπει να γίνει για να του κάτσει με τη θέλησή της όμως. Έτσι ο άντρας βγάζει κάτω από το κάθισμα μία σακουλίτσα nak, δώρο για τη γυναίκα του. Η γυναίκα είναι κατενθουσιασμένη, ανοίγει τη σακουλίτσα όλο χαρά, βγάζει το δωράκι και την πετάει· από το παράθυρο. Ξεσκίζει το χαρτί περιτυλίγματος γεμάτη προσμονή και πετάει τα κομμάτια· από το παράθυρο. Λέει: «Αχ μωρό μου, είναι υπέροχο! Σ’ ευχαριστώ!», βάζει το αντικείμενο στην τσάντα της και τον φιλάει γεμάτη πάθος. Αυτός ανταποδίδει, νιώθει περήφανος και το γαμησάκι μπαίνει σε τροχιά γύρω από τον πούτσο του.
  Το μουνάκι της ανοίγει σαν τριαντάφυλλο κι έρχεται η επίμαχη στιγμή. Αποφασίζεται η χρήση καπότας . Το πλαστικό ανοίγει στα γρήγορα, η καπότα ξετυλίγεται και παίρνει θέση. Το αεροπλάνο όπου να ‘ναι απογειώνεται. Τα πουλιά φεύγουν απ’ τις φωλιές τους, οι γάτες νιαουρίζουν εκνευρισμένες, οι άτυχοι περαστικοί απομακρύνονται εσπευσμένα κι οι ταξιτζήδες της κοντινής πιάτσας παίρνουν μάτι. Όλα βαίνουν καλώς. Η γυναίκα παίρνει χαρτί και σκουπίζει τα χύσια τρυφερά. Αυτός δεν νιώθει καλά κι αποφασίζει ότι θα τον βοηθήσει ένα lexotanil. Καταπώθηκε κι αυτό. Για να μην το χωνέψει με άδειο στομάχι τρώει μια-δυο μπουκιές από χτεσινή σπανακοτυρόπιτα που ξέμεινε στο αμάξι αλλά δεν του αρέσει και πετάει την υπόλοιπη· από το παράθυρο.
  Πήγε η ώρα αργά όμως. Η μηχανή μουγκρίζει, τα φώτα ανάβουν και το ζευγάρι παίζοντας τους ανίδεους αποχωρούν από το παρκάκι. Το πλαστικό, η καπότα και τα χυσόχαρτα πετάχτηκαν κι αυτά· από το παράθυρο. Η άδεια καρτέλα με τα χαπάκια· από το παράθυρο.
  Το μόνο που έμεινε πίσω ήταν οι ροδιές του αυτοκινήτου στο χώμα. 
Ι.Α.
Ερώτηση: Γαμήστε ελεύθερα αλλά τουλάχιστον μην σκουπιδεύετε ελεύθερα.

8 Αυγ 2013

Φλόγες


  Πένθιμη μουσική ακούγεται. Πλησιάζει. Ο αέρας δυνατός. Πλησιάζει. Μυρίζει την ανάσα του. Νιώθει τη θερμότητα που εκπέμπει το σώμα του. Η μουσική δυναμώνει και αυτή αρχίζει να χορεύει στο ρυθμό του. Δεν έχει άλλη επιλογή. Πρώτα σιγά. Ο χορός γίνεται πιο έντονος. Εξαντλητικός. Την αποδυναμώνει, τη στεγνώνει από τα υγρά της. Την κυκλώνει σιγά, αυτή εγκλωβίζεται στη μέση ενός κύκλου. Τρέχει γύρω της τόσο γρήγορα που δεν προλαβαίνει να βγει απ’ το κλοιό και να τρέξει. Οι καρδιές και των δύο χτυπούν δυνατά. Πιο δυνατά και της πιάνει το χέρι. Αυτή τρομάζει και προσπαθεί να κάνει πίσω. Της αγγίζει την πλάτη. Τινάσσεται μπροστά. Της πιάνει τα πόδια και αυτή τρέμει. Τρέμει ολόκληρη σαν να προσπαθεί να πετάξει προς τα πάνω αλλά είναι αγκυλωμένη στο έδαφος χαμηλά. Και το έδαφος αρχίζει να βράζει. Τη γλείφει από χαμηλά και αυτή ουρλιάζει βουβά με φωνή συγχρονισμένη με τη μουσική, με φωνή που διατρυπάει και τις καρδιές μερικών ορκισμένων στο τσιμέντο. Την ρουφάει, την κατακτά μέχρι την τελευταία κορυφή της και γελάει θριαμβευτικά και ζεσταίνει και τις καρδιές μερικών ορκισμένων στην ψυχρότητα.
  Ακόμα φαίνεται να ταλαντεύεται μέσα του και να χορεύει το ταγκό του. Ακόμα φαίνεται η γλώσσα να σκορπάει τις οσμές της. Κι αυτός εξαφανίζεται και δε φαίνεται τίποτα παρά ένα αποστραγγισμένο σώμα από κάθε ζωή και χρώμα να στέκει μόνο και θλιμμένο, ταφόπλακα σε μερικά πτώματα και ματαιοδοξίες και καταδικασμένο να συντροφεύει πλέον μόνο τους θλιμμένους που θα κλαίνε στον ήλιο.
  Το σώμα θα πέσει. Έχει ήδη πέσει.
  Σε λίγο θα ακουστεί και η κραυγή των ζωντανών. Η κραυγή των ζωντανών ακούγεται κάθε μέρα. Κόντρα στην κραυγή των νεκρών.
  Η κραυγή των νεκρών ακούγεται κάθε μέρα. Κόντρα στην κραυγή των ζωντανών. Γεννιέται η μουσική και ο αέρας που λυσσομανάει.
  Πρόκειται για βιασμό κι αιμομιξία της φύσης με τη φύση. Η ώρα που η μάνα τρώει το παιδί της. Αυτό την έβαλαν να κάνει. Όλα τα πρόσωπα του θεού είναι εκεί. Είναι πολλά και είναι μπροστά.
  Το δέντρο τυλίγεται στις φλόγες και αυτά φωτίζονται.
  Αυτό το ρόλο βαράνε τα καντήλια στις εκκλησίες. Οι γριές είναι απελπισμένες καθώς κοιτάνε τα εικονίσματα και δεν συνειδητοποιούν ότι το μόνο που χρειάζονται είναι να δουν ένα δέντρο να τυλίγεται στις φλόγες.
Ι.Α.
Ερώτηση: Σήμερα άκουσα μια φίλη μου να μιλάει για ένα δέντρο σαν να πίστευε πραγματικά ότι έχει ζωή. Ήταν συγκινητικό να το ακούω. Εσείς πιστεύετε στη ζωή του δέντρου; 

17 Απρ 2013

Θάνατος Μνήμης. Μέρος 2ο.

  Σήμερα, γιαγιά μου, δεν ρωτάς και δεν μπερδεύεσαι. Σκεπασμένη από γαρύφαλλα, μέσα στο κουτί, περιμένεις δικαιωματικά τη σειρά σου στη σήψη.
  Μαύρος ήλιος φωτίζει τα μάτια μας και δημιουργεί σκιές γεμάτες από δάκρυα που περιφέρονται.
  Αύριο, μεθαύριο θα πάτε στη λαϊκή. Θα μετράτε τα ψιλά και θα τσακώνεστε για το τι θα ψωνίσετε.
  Στο σπίτι, ψάχνετε το τηλεκοντρόλ για να δείτε τις ειδήσεις ή τον Κωνσταντάρα. Έχει ποτίσει ο αέρας μαγειρευτά από χαλασμένους απορροφητήρες μα οι μπαλκονόπορτες κλειστές σας προστατεύουν απ' τις αρρώστιες. Βουλιάζετε στις πολυθρόνες με τα χρυσοκέντητα μαξιλάρια και σας παίρνει ο ύπνος με τα στόματα ανοιχτά και το φλεβίτη στα ανασηκωμένα πόδια σας. Ένας σκουριασμένος ναργιλές και τα κουμπούρια στο σύνθετο συσωρρεύουν σκόνη που κατακάθεται σιγά σιγά στις μύτες και τα φρύδια, διηγείται. Ιστορίες από το χωριό και τα πρόβατα και το σπιτάκι, τον πόλεμο και τον εμφύλιο, τις ψευτιές των πολιτικών και τα ουρανοκατέβατα όπλα, τις πρώτες σας δουλειές στην Αθήνα και τι πουλήσατε, πώς ανοίγουνε το φύλλο, πώς παίζουνε το τάβλι. Εμείς φωνάζουμε, τσακωνόμαστε, κοιμόμαστε στο στρώμα με τις τρύπες στο πάτωμα, κοιμόμαστε αγκαλιά, γελάμε γιατί ροχαλίζετε. Πενήντα χρόνια μετά θα μάθουμε από άγνωστο ποιον σώσατε από την εκτέλεση.
  Απ' τις ντουλάπες αναδύεται η μυρωδιά της ναφθαλίνης κι απ' τα συρτάρια της μπριγιαντίνης. Σε μια γωνιά του τοίχου στέκεται η γκλίτσα, περιμένει κι αναπολεί τα φρύγανα στο ξεραμένο ρέμα. Μπαγιατέψαμε όλοι σαν μπακαλιάροι στον πάγκο και παρόλ' αυτά ψηνόμαστε στο τζάκι σας που άνθισε απ' την πολυκαιρία.
  Είμαι μακριά από αυτά.
  Εσύ, -γιαγιά- ένα ανοιχτό πτώμα, γεμάτο πληγές, περιμένεις ν' ακούσεις το τσαφ από τα φώτα της τηλεόρασης που θα σβήσουν για να πλαγιάσεις δίπλα στον άντρα σου. Κάθε χάντρα απ' το κομπολόι του παππού που γλιστρά στο χέρι μου πέφτει και βυθίζεται μέσα στο πύον των αναμνήσεών σου.
  Ξαπλωτοί, θα περιμένετε όπως όλοι όσοι θάβονται και θα ψιχαλίζει, τσικ-τσικ. Το μάρμαρο γίνεται πέτρα σαθρή και το τζάκι δέντρο που ριζώνει στα κεφάλια μας. Τρέφεται με δηλητήριο απ' το πύον για να ξεραθεί όταν τα καντήλια όλων μας θα έχουν σβήσει.
  -Μάλλον.
Ι.Α.
Ερώτηση: Πότε πεθαίνει κανείς;

17 Ιαν 2013

Στον καθρέφτη.

Το πάτωμα είναι το μόνο που σκέφτεσαι,
το πηγάδι,
το βάθος,
ο πάτος.
Εκεί που δε φτάνει ήλιος,
ούτε χάδι,
ούτε συμπόνοια,
ούτε παρέα.
Στο τέρμα της πιο βαθιάς μαύρης τρύπας,
αποσύρεσαι εθελούσια για να σαπίσεις
και να θαφτείς από τις σορούς όσων μετά σ' ακολουθήσουν,
χωρίς να σ' ενοχλεί η μυρωδιά όσων ακολούθησες.
Είναι κρίμα που δεν τους συνάντησες νωρίτερα.
Η μοναξιά βιώνεται μόνη και πάντα, όπου κι αν είσαι.
Η απόγνωση δε σηκώνει διασώστες.
Ο φόβος δε σηκώνει ούτε χαλικάκι.
Αρκεί που σηκώνεται ο ίδιος.

Ι.Α.

Ερώτηση: Βυθίζεστε;