17 Απρ 2013

Θάνατος Μνήμης. Μέρος 2ο.

  Σήμερα, γιαγιά μου, δεν ρωτάς και δεν μπερδεύεσαι. Σκεπασμένη από γαρύφαλλα, μέσα στο κουτί, περιμένεις δικαιωματικά τη σειρά σου στη σήψη.
  Μαύρος ήλιος φωτίζει τα μάτια μας και δημιουργεί σκιές γεμάτες από δάκρυα που περιφέρονται.
  Αύριο, μεθαύριο θα πάτε στη λαϊκή. Θα μετράτε τα ψιλά και θα τσακώνεστε για το τι θα ψωνίσετε.
  Στο σπίτι, ψάχνετε το τηλεκοντρόλ για να δείτε τις ειδήσεις ή τον Κωνσταντάρα. Έχει ποτίσει ο αέρας μαγειρευτά από χαλασμένους απορροφητήρες μα οι μπαλκονόπορτες κλειστές σας προστατεύουν απ' τις αρρώστιες. Βουλιάζετε στις πολυθρόνες με τα χρυσοκέντητα μαξιλάρια και σας παίρνει ο ύπνος με τα στόματα ανοιχτά και το φλεβίτη στα ανασηκωμένα πόδια σας. Ένας σκουριασμένος ναργιλές και τα κουμπούρια στο σύνθετο συσωρρεύουν σκόνη που κατακάθεται σιγά σιγά στις μύτες και τα φρύδια, διηγείται. Ιστορίες από το χωριό και τα πρόβατα και το σπιτάκι, τον πόλεμο και τον εμφύλιο, τις ψευτιές των πολιτικών και τα ουρανοκατέβατα όπλα, τις πρώτες σας δουλειές στην Αθήνα και τι πουλήσατε, πώς ανοίγουνε το φύλλο, πώς παίζουνε το τάβλι. Εμείς φωνάζουμε, τσακωνόμαστε, κοιμόμαστε στο στρώμα με τις τρύπες στο πάτωμα, κοιμόμαστε αγκαλιά, γελάμε γιατί ροχαλίζετε. Πενήντα χρόνια μετά θα μάθουμε από άγνωστο ποιον σώσατε από την εκτέλεση.
  Απ' τις ντουλάπες αναδύεται η μυρωδιά της ναφθαλίνης κι απ' τα συρτάρια της μπριγιαντίνης. Σε μια γωνιά του τοίχου στέκεται η γκλίτσα, περιμένει κι αναπολεί τα φρύγανα στο ξεραμένο ρέμα. Μπαγιατέψαμε όλοι σαν μπακαλιάροι στον πάγκο και παρόλ' αυτά ψηνόμαστε στο τζάκι σας που άνθισε απ' την πολυκαιρία.
  Είμαι μακριά από αυτά.
  Εσύ, -γιαγιά- ένα ανοιχτό πτώμα, γεμάτο πληγές, περιμένεις ν' ακούσεις το τσαφ από τα φώτα της τηλεόρασης που θα σβήσουν για να πλαγιάσεις δίπλα στον άντρα σου. Κάθε χάντρα απ' το κομπολόι του παππού που γλιστρά στο χέρι μου πέφτει και βυθίζεται μέσα στο πύον των αναμνήσεών σου.
  Ξαπλωτοί, θα περιμένετε όπως όλοι όσοι θάβονται και θα ψιχαλίζει, τσικ-τσικ. Το μάρμαρο γίνεται πέτρα σαθρή και το τζάκι δέντρο που ριζώνει στα κεφάλια μας. Τρέφεται με δηλητήριο απ' το πύον για να ξεραθεί όταν τα καντήλια όλων μας θα έχουν σβήσει.
  -Μάλλον.
Ι.Α.
Ερώτηση: Πότε πεθαίνει κανείς;