19 Ιαν 2012

Θάνατος Μνήμης


  Σα ζώο, ντοπαρισμένη από ηρεμιστικά καθόσουν όρθια και γυμνή με την πάνα ακράτειας  να εξέχει από τον πισινό σου και σε έντυνε η μάνα μου με τα ρούχα της κηδείας. Μαύρα ρούχα στα οποία ξεχώριζε καλά η πιτυρίδα, σα χαλάζι λεπτό που επεφτε από τα μαλλιά σου. Και έιχες, γιαγιά μου, επιθυμίες ένα σωρό που δεν μπορούσες να εκφράσεις και αν θυμόμασταν εμείς σε ρωτούσαμε «Γιαγιά σ’ ενοχλεί η ζώνη; Γιαγιά κρυώνεις;» και, αν θυμόσουν τι σε είχαμε ρωτήσει και τι ένιωθες, μας απαντούσες.
  Στεκόσουν εκεί όρθια και γυμνή από αξιοπρέπεια με την πάνα ακράτειας να συγκρατεί τα σκατά της φύσης που επέβαλε στο μυαλό σου να αποβάλει τα πάντα ανεμπόδιστα, όπως τώρα σου φεύγουν τα κάτουρα.
  Στεκόσουν εκεί όρθια και γυμνή με το μάτι να στριφογυρνάει πονηρά, να φέρνει σβούρες και να σταματά στην κόρη που έκλεγε για το χαμό, κόκκινη και πρησμένη καθώς ήταν και ρωτούσες με τη ζωηράδα και την επιμονή της γριάς ξεκούτας –ή του μικρού παιδιού- «Η Ελένη είναι αυτή, γιατί κλαίει;» και σου απαντούσαμε με την ξεροκεφαλιά του σοφού ενήλικα «Δεν είναι η Ελένη, γιαγιά, δεν κλαίει».
  Στεκόσουν εκεί όρθια και γυμνή με τα κοκκαλιάρικα πόδια σου να τρέμουν στον άνεμο του χρόνου, τα βυζιά σου να κρέμονται ίδια βαρίδια βυθισμένα στο στηθόδεσμο της κούρασης και οι πατσές σου, όπως τις ήθελαν τα γηρατειά, τις πείραζα και τις γαργαλούσα για να ξεχαστείς. Γελούσες με τα χείλη σου να τραβιούνται πίσω, ως την ειρωνία της ζωής, όπου θ' αντίκριζες  τον παππού άχρωμο και παγωμένο και θα άρχιζες τις θρηνωδίες μακρόσυρτες και στριγκιές,για όση ώρα θα τον έβλεπες, για όση ώρα δηλαδή θα το θυμόσουν.
  Στεκόσουν εκεί όρθια και γυμνή και αναρωτιόσουν ποιος σε ντύνει και γιατί, και γιατί είμαστε όλοι στα μαύρα φορεμένοι, και πού πήγε ο πατέρας μας; Απαντούσες αμέσως «πέθανε ο πατέρας μας» και συγκρατούσες το λυγμό που ανέβαινε στο λαιμό σου γιατί δεν ήξερες τι άλλο να τον κάνεις, και από εκεί στο κεφάλι σου, που υπέφερε από την αμνησία του αλτσχάιμερ, και εκεί χανόταν.
  Και σήμερα, γιαγιά μου, πού είναι ο παππούς ρωτάς πάλι και μπερδεύεσαι γιατί τέτοιες ώρες αυτός σου έδινε το κουτάλι παραγεμισμένο με χαπάκια. Παρατήρησα ότι όταν δεν το κατάπινες θυμόσουν πιο πολλά, για αυτό κι εμείς στο δίναμε, για να ξεχάσουμε.
                                                           ***
Και τόση αγάπη που μας είχες,
παππού,
σε μια στιγμή πήγε χαμένη...

Αφορμή για αυτό το κείμενο, στις 26/2/2009, αποτέλεσε ο ξαφνικός θάνατος του παππού μου σε συνδυασμό με τη χρόνια άνοια της γιαγιάς μου. Από τα δύο, το δεύτερο είναι το θλιβερό. Το αφιερώνω και στους δύο.
                                                                                                                               Ι.Α.
Ερώτηση: Μπορεί ένα γεγονός να είναι πιο θλιβερό από το θάνατο;


2 σχόλια:

  1. Καμιά φορά μπορεί η ίδια η ζώη η αιτία του θανάτου δηλαδή να ναι πιο θλιβερή.Το θυμάμαι αυτό το κείμενο το είχα διαβάσει και μου άρεσε πολύ και σου έχω πεί οτί γραφείς πολυ ωραία όταν πρόκειται για κάτι βιωματικό.Στο ξαναλέω λοιπόν.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Υπάρχει κάτι πιο θλιβερό, το να ξυπνάς χαράματα για να ποτίσεις τα ψηφιακά μαρούλια στο facebook. Πολύ ωραίο κείμενο

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Συζήτηση