21 Μαρ 2012

σονέτο 81ο

Πια είσαι δικιά μου. Γείρε πλάι μου με τ'όνειρο σου.
Δουλειές, αγάπη, πόνος, ώρα να κοιμηθούνε.
Γυρίζ' η νύχτα απάνω στις άφανές της ρόδες
κι είσαι αγνή στο πλευρό μου σαν άμπρα κοιμισμένη.

Καμιά άλλη δε θα κοιμηθεί με τα όνειρά μου, αγάπη.
Θα πλέεις, θα πλέουμε αντάμα μες στα νερά του χρόνου.
Καμιά δε θ' αρμενίσει στον ίσκιο πια μαζί μου,
μόνο εσύ πανταζώντανη, πάντα ήλιος και φεγγάρι.

Πια τα χέρια σου ανοίξαν τις ντελικάτες χούφτες
κι αφήσανε να πέσουν νωθρά, τυχαία σημάδια,
τα δυο μάτια σου κλείσαν σα δυο φτερούγες γκρίζες,

ενώ εγώ πάω με το νερό που σέρνεις και με σέρνει .
νύχτα, κόσμος αέρας τη μοίρα τους τυλίγουν,
και δίχως σου δεν είμαι άλλο πια απ' τ' ονειρό σου.

Pablo Neruda
Εκατό Ερωτικά Σονέτα
μετάφραση: Ηλίας Ματθαίου
εκδόσεις: Γνώση
Η ανάρτηση αυτή είναι αφιερωμένη στον Alanis, που μου το "έδειξε".
Ερώτηση: "θα πλέουμε αντάμα μες στα νερά του χρόνου". Αν και γλυκανάλατο, κάτι με άγγιξε. Εσάς;
Τελευταία προσθήκη: Μερικοί πάγοι δε θα λιώσουν ποτέ. Μιας και βρίσκονται βαθιά δεν τους αξίζει. Ι.Α.

14 Μαρ 2012

The Dispossessed

Ανάρες
(...)
  Ο Τιρίν χαμογέλασε υπεροπτικά και περιφρονητικά. "Μη μου λες τι να κάνω, κερδοσκόπε. Σκάσε και μπες στο κελί!" Και, καθώς ο Καντάγκβ έκανε υπάκουα μεταβολή, ο Τιρίν τον έσπρωξε στην πλάτη με δύναμη και τον έριξε στο πάτωμα. Ένα δυνατό μούγκρισμα έκπληξης και πόνου ξεπήδησε απ' τα χείλη του αγοριού και κάθισε με την πλάτη στον τοίχο του κελιού σφίγγοντας το δάχτυλό του που είχε γρατσουνιστεί στο τσιμέντο. Ο Σεβέκ κι ο Τιρίν δε μίλησαν. Στέκονταν εκεί, με το πρόσωπο ανέκφραστο, παίζοντας τέλεια τους ρόλους των φρουρών. Όμως δεν ήταν πια αυτοί που έπαιζαν το ρόλο, ο ρόλος τούς έπαιζε. Τα δυο μικρότερα παιδιά γύρισαν με ένα καρβέλι χόλουμ, ένα πεπόνι και μια μπουκάλα νερό. Βλέποντας την παράξενη σιωπή που κυριαρχούσε στο κελί, δεν είπαν κουβέντα. Η τροφή και το νερό σπρώχτηκαν μέσα και η "πόρτα" έκλεισε και σφηνώθηκε. Ο Καντάγκβ ήταν μόνος στο σκοτάδι. Οι άλλοι μαζεύτηκαν κοντά σε ένα φεγγίτη. "Πού θα κατουράει;" ψιθύρισε ο Γκιμπές.
  "Στο κρεβάτι του", απάντησε με ένα σαρδόνιο χαμόγελο ο Τιρίν.
(...)
  "Τα ανθρωπάκια. Τους φίλους του Σαμπούλ! Τους ανθρώπους της εξουσίας".
  "Τι λες Νταπ; Δεν έχουμε εδώ εξουσία!"
  "Δεν έχουμε; Και τι είναι αυτό, λοιπόν, που κάνει τόσο δυνατό τον Σαμπούλ;"
  "Δεν πρόκειται για εξουσία ούτε για κυβέρνηση. Στο κάτω κάτω, δε βρισκόμαστε στον Γιουράς!"
  "Όχι. Δεν έχουμε κυβέρνηση. Δεν έχουμε νόμους. Σύμφωνοι. Αλλά μου φαίνεται ότι οι ιδέες ποτέ δεν εκλέγονταν από νόμους ή κυβερνήσεις, ούτε καν στον Γιουράς. Αλλιώς πώς θα ήταν δυνατόν να καταφέρει η Όντο να αναπτύξει τις δικές της; Πώς θα είχε γίνει ο οντονισμός παγκόσμιο κίνημα; Οι εξουσιαστές προσπάθησαν να τον συντρίψουν με τη βία και απέτυχαν. Δεν μπορείς να νικήσεις τις ιδέες καταπολεμώντας τες. Τις νικάς μονάχα αγνοώντας τες. Αρνούμενος να σκεφτείς, αρνούμενος να αλλάξεις. Και αυτό ακριβώς κάνει η κοινωνία μας! Ο Σαμπούλ σε χρησιμοποιεί όταν μπορεί˙ όταν δεν μπορεί, σε εμποδίζει να δημοσιεύσεις, να διδάξεις, ακόμα και να εργαστείς. Σωστά; Με άλλα λόγια ασκεί μια εξουσία πάνω σου. Και από πού πηγάζει αυτή; Όχι από μια μεταμφιεσμένη αρχή, κάτι τέτοιο δεν υπάρχει. Πηγάζει απ' την έμφυτη δειλία του μέσου ανθρώπινου μυαλού. Πηγάζει απ' την κοινή γνώμη! Αυτή είναι η εξουσιαστική δομή στην οποία συμμετέχει και ξέρει να χρησιμοποιεί. Η ανομολόγητη και μη αποδεκτή κυβέρνηση που εξουσιάζει την οντονιανή κοινωνία και καταπνίγει τον ατομικό στοχασμό".
(...)
  "'Οταν μπορείς να δεις κάτι ολόκληρο", είπε, "φαίνεται πάντα όμορφο. Οι πλανήτες, τα όντα... Αλλά από κοντά ο κόσμος είναι γεμάτος πέτρα και σκόνη. Κι από μέρα σε μέρα η ζωή είναι σκληρή, κουράζει, χάνεις το ιδανικό. Χρειάζεται απόσταση, μεσοδιάστημα. Ο καλύτερος τρόπος για να βλέπεις την ομορφιά της ζωής είναι να τη βλέπεις απ' το πλεονεκτικό σημείο του θανάτου".
  "Πολύ ωραία για τον Γιουράς. Ας τον αφήσουμε εκεί που βρίσκεται, ας τον αφήσουμε να εξακολουθεί να είναι η Σελήνη -δεν τον θέλω! Αλλά δε θα ανεβώ σε μια ταφόπλακα για να χαμηλώσω τα μάτια στη ζωή και να πω: 'Ω, τι ωραία!' Θέλω να τη ολόκληρη απ' το κέντρο της, από δω, τώρα. Δε δίνω δεκάρα για την αιωνιότητα!"
  "Δεν έχει να κάνει με την αιωνιότητα", απάντησε χαμογελώντας ο Σεβέκ, ένας άντρας αδύνατος, από ασήμι και σκιά, αναμαλλιασμένος. "Για να δεις ολόκληρη τη ζωή, πρέπει να τη δεις σαν θνητή. Θα πεθάνω, θα πεθάνεις˙ πώς αλλιώς θα μπορούσαμε να αγαπιόμαστε; Ο ήλιος θα σβήσει, αλλιώς τι θα τον έκανε να λάμπει;"

Γιουράς
(...)
Εξακολουθούσε να μένει φίλος με τον Σεβέκ αρνούμενος να παραδεχτεί ότι επρόκειτο για αναρχικό. Η οντονιανή κοινωνία αυτοονομάστηκε αναρχική, έλεγε, αλλά στην ουσία αποτελούνταν από απλοϊκούς λαϊκιστές, οι οποίοι λειτουργούσαν χωρίς κυβέρνηση γιατί ήταν πολύ λίγοι και δεν υπήρχαν άλλα κράτη στον πλανήτη τους. Αν η ιδιοκτησία τους κινδύνευε από κάποιον επιθετικό αντίπαλο είτε θα αναγκάζονταν να γίνουν ρεαλιστές είτε θα σαρώνονταν. Οι αντάρτες του Μπενμπίλι θα προσγειώνονταν τώρα στην πραγματικότητα˙ θα ανακάλυπταν ότι η ελευθερία δεν αξίζει τίποτα αν δεν έχεις όπλα να την υπερασπιστείς.
(...)
  "Θέλετε να πείτε ότι έχετε τις ίδιες παλαιές αρχές; Βλέπετε, εγώ πιστεύω ότι η ηθική δεν είναι παρά σαν τις άλλες προλήψεις, σαν τη θρησκεία ας πούμε. Πρέπει να την απορρίπτουμε."
  "Μα η κοινωνία μου", εξήγησε μπερδεμένος, "είναι μια προσπάθεια για να τη φτάσουμε. Αν είναι να απορρίψουμε το μοραλισμό, σύμφωνοι -τους κανόνες, τους νόμους, τις ποινές- για να μπορούν οι άνθρωποι να βλέπουν και το καλό και το κακό, και να κάνουν τις επιλογές τους.
  "Έχετε, λοιπόν, απορρίψει όλα τα κάνε και μην το κάνεις. Αλλά, ξέρετε, νομίζω ότι εσείς οι Οντονιανοί έχετε χάσει τον πραγματικό στόχο. Καταργήσατε τους παπάδες και τους δικαστές, τη νομοθεσία για το διαζύγιο κι όλα τα σχετικά, αλλά διατηρήσατε το πρόβλημα που κρύβεται πίσω τους. Το τοποθετήσατε μέσα σας, στη συνείδησή σας. Και βρίσκεται πάντα εκεί. Είστε το ίδιο σκλάβοι όσο ήσασταν και πριν. Δεν είστε αληθινά ελεύθεροι".
  "Πώς το ξέρετε;"
  "Διάβασα ένα άρθρο για τον Οντονισμό σε ένα περιοδικό", απάντησε. "Και περάσαμε μαζί όλη τη μέρα. Δε σας γνωρίζω, αλλά έμαθα πολλά για σας. Ξέρω ότι κρύβετε μια... μια βασίλισσα Τεαέα μέσα σας, στο κέντρο ακριβώς του μαλλιαρού κεφαλιού σας. Και σας διατάζει όπως η αρχαία βασίλισσα διέταζε τους δουλοπάροικούς της. Λέει 'Κάνε αυτό!' και το κάνετε, ή 'Μην το κάνεις!' και δεν το κάνετε".
  "Εδώ είναι η θέση της", είπε ο Σεβέκ χαμογελώντας. "Στο κεφάλι μου".
  "Όχι! Καλύτερα να τη βάζατε σε ένα ανάκτορο. Θα μπορούσατε τότε να επαναστατήσετε ευκολότερα εναντίον της. Θα έπρεπε! Οι προ-προ-παππούδες σας το έκαναν˙ ή, τουλάχιστον, έφυγαν στη Σελήνη. Αλλά πήραν μαζί τους τη βασίλισσα Τεαέα, και την έχετε πάντα!"
  "Ίσως. Όμως έμαθα κάτι στην Ανάρες: ότι όταν με διατάζει να πληγώσω κάποιον άλλον, τότε πληγώνομαι εγώ".
  "Η ίδια παλιά υποκρισία. Η ζωή είναι μάχη κι ο πιο δυνατός κερδίζει. Ό,τι κάνει ο πολιτισμός είναι να κρύβει το αίμα και να σκεπάζει το μίσος με ωραία λόγια!"
(...)
Ursula K. Le Guin
μετάφραση: Χρήστος Γεωργίου
επιμέλεια: Μάκης Πανώριος
εκδόσεις Parsec
ελληνικός τίτλος: ο Αναρχικός των Δύο Κόσμων
Ερώτηση: Εξουσία, πανταχού παρούσα. Και η αξία που προσδίδεται μέσα από την σπανιότητα του "αντικειμένου" και την πιθανότητα απώλειάς του.

2 Μαρ 2012

Ημερολογιακές καταγραφές (6)


Θυμάμαι ένα ποίημα του Μπουκόφσκι -το οποίο τώρα δεν μπορώ να μεταφέρω επακριβώς γιατί το διάβασα από βιβλίο που δε μου άνηκε- ξεκινούσε κάπως έτσι:
«Η γυναίκα μου ισχυρίζεται ότι μπορώ να γράψω και όταν είμαι νηφάλιος»
Και μετά από μερικές γραμμές όπου επαναλάμβανε το ίδιο πράγμα κατέληγε στο συμπέρασμα:
«Τώρα χρειάζεται ο αναγνώστης αλκοόλ»
Το ποίημα ήταν από τα τελευταία χρόνια της ζωής του Τσάρλι που είχε γίνει -ας το πούμε- κύριος καθώς πρέπει κι είχε κόψει τις δεξαμενές οινοπνεύματος παραχωρώντας τη θέση τους στα μπουκάλια των κοινών θνητών.
Κατά τον ίδιο τρόπο λοιπόν, στους ελάχιστους σταθερούς αναγνώστες -οι οποίοι πρέπει να έχουν απογοητευτεί οικτρά από την επίθεση μαλακίας που δέχονται εδώ και καιρό (δεν έχω ανεβάσει έστω κάποιο γαμημένο απόσπασμα από κάποιο γαμημένο βιβλίο)- μεταφέρω τη νωθρότητα που νιώθω, όλο απογοήτευση. Σε μια προσπάθεια επαναφοράς ακούω «μαλακίες» σαν αυτή που έχω βάλει πιο κάτω.
Δεν έχω όρεξη ούτε να τα χώσω στον Αρναούτογλου, που σήμερα ανακάλυψα ότι έχει εκπομπή στην τηλεόραση στις 10 το βράδυ, όταν οι γριές δηλαδή έχουν πάει για ύπνο, άρα τον βλέπουν και νέοι άνθρωποι, μα πώς στο διάολο το κάνουν αυτό;! (Φυσικά βεβιασμένο συμπέρασμα) …Ούτε στα γαμημένα κανάλια που αν βάλουν μια καλή ταινία θα την βάλουν μετά τις 10, 11 και θα σε πάρει ως το πρωί, ώστε να σε παίρνει κι όλη την άλλη μέρα από πίσω (sic). ...Ούτε φυσικά στην καριόλα του ΟΤΕ με το και καλά τρομοκρατικό υφάκι και τη συνεχή πληκτρολόγηση στους υπολογιστές κάθε που εγώ μιλούσα, των οποίων την οθόνη δεν μπορούσα να δω:
«Εδώ έχετε δηλώσει ότι μπορείτε να εργαστείτε σε κυλιόμενες βάρδιες. Ξέρετε τι σημαίνει αυτό;»
«Τι σημαίνει;»
«Ότι μπορείτε να εργαστείτε ό,τι ώρα και να σας πούμε.»
«Μα σας λέω ότι μπορώ, απλά δύο μέρες τη βδομάδα έχω κάποιες ώρες που είναι απαγορευτικές κι επιπλέον έχω δηλώσει ότι μπορώ να δουλέψω και το βράδυ, δε με απασχολεί η πίεση και η κούραση.»
«Καταλαβαίνετε ότι δεν μπορεί η εταιρεία να προσαρμόσει το ωράριό της στις ανάγκες σας αλλά θα πρέπει εσείς να προσαρμοστείτε στο ωράριο της εταιρείας.» πετάχτηκε η καριολίτσα από την τριμελή “επιτροπή”.
«Δηλαδή θέλετε να μου πείτε ότι είναι τόσο μεγάλο πρόβλημα το γεγονός ότι από τις 7 μέρες της εβδομάδας τις 2 δεν μπορώ να δουλεύω όλες τις ώρες και ειδικά όταν τη 1 έχω μόνο δύο ώρες απαγορευτικές;»
«Εγώ δεν έχω να ρωτήσω τίποτα άλλο. Θέλει κανείς άλλος να ρωτήσει κάτι;»
«Όχι. Γεια σας και καλή επιτυχία.» είπε κι ο αντρουά της παρέας.
Αναρωτιέμαι γιατί ο μαλάκας μού λέει επιτυχία όταν είναι fail και ψόφα!  Έχω να δηλώσω ακόμα ότι όταν λέμε την Τρίτη π.χ. εννοούμε την Τρίτη και όχι την Τετάρτη ή την Πέμπτη. Κι όταν δεν μπορούμε τελικά την Τρίτη, τότε ενημερώνουμε για να αποφευχθεί το γεγονός να πάει γαμιώντας κάποιον άλλο. Και μετά μας φταίει ο Πάγκαλος...! Τουλάχιστον αυτός, όταν είναι να βγει στην τηλεόραση, πάει στην ώρα του στην εκπομπή, ακόμα κι αν φύγει κλάνοντας από εκεί (στην κυριολεξία). Τελικά κάτι έχωσα, αλλά έχω σιχαθεί να χώνω αυτήν τη βδομάδα.
Αυτή τη φορά λοιπόν οι ημερολογιακές καταγραφές μου έχουν καθόλα προσωπικό τόνο και σιχαίνομαι: την ανευθυνότητα, την εκμετάλλευση, την ηλιθιότητα, την άποψη χωρίς ουδεμία γνώση, την υποκρισία, τη στενομυαλιά, το υφάκι και τη χρήση λέξεων που δεν ξέρουμε τι σημαίνουν και φαντάζομαι κι άλλα πολλά που τώρα βαριέμαι να σκεφτώ.
Ουφ! έχω να πω. Αν δεν κάνω κάτι να ταράξω τα νερά θα φύγουν πάνω από τη λάσπη ακόμα κι οι μύγες που την περιτριγυρίζουν, αφού θα έχουν χέσει ό,τι έχουν να χέσουν. Θα κρατήσω λοιπόν την ανάσα μου μέχρι να σκάσω!
                                                 Ι.Α.
Ερώτηση: Εσείς τι σιχαίνεστε;


                                                                                               ...until it wakes up...