18 Οκτ 2011

Ημερολογιακές καταγραφές (1)

  Μέρα απεργίας και περιμένω στην ουρά για βενζίνη. Κυκλοφοριακό χάος, αυτοκινητιστικό στριμωξίδι και κορναρίσματα. Οι άνθρωποι κορνάρουν για να ανοίξουν μια δίοδο μέσα στα μέταλλα, σαν άλλοι Μωυσείς. Έχει περάσει μισή ώρα και θα περάσει άλλη τόση μέχρι να φτάσω στο τέρμα του ομφάλιου λώρου του τροχοφόρου μωρού μου. Η μαμά βρίσκεται σε γνωστό super market, μεγάλο και εμπορικό, η χαρά του καπιταλισμού που έχει αφανίσει όλες τις γύρω μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Έχει όμως τη φτηνότερη βενζίνη και γι’ αυτό κερδίζει. Τι περιμένει ο άλλος που την τιμολογεί 30% απάνω; Το μωρό μου παίζει μουσική για να κάνει την αναμονή πιο ανώδυνη, ανάμεσα σε γιγαντιαίες ταμπέλες με διαφημίσεις, παντού γαμημένες διαφημίσεις!
                         «Γιατί να περιοριστείτε σε ένα...
                           όταν μπορείτε να έχετε 2 ;
                                          Διπλή
                                         συσκευασία
                                         σε καλύτερη
                                         τιμή!»
Μια φωτογραφία τέλεια σιδερωμένης συσκευασίας κι ένα λαχταριστό μπισκότο συνοδεύουν αυτό το κείμενο.
  Αποφασισμένη βγαίνω από το αυτοκίνητο και το κλειδώνω, εκεί, μες στη μέση της ουράς. Μπαίνω στο super market. Τα προϊόντα με ζαλίζουν. Δεκάδες, εκατοντάδες, χιλιάδες, ίσως και περισσότερα προϊόντα, τρόφιμα, παιχνίδια, προφυλακτικά, καλσόν, μεταλλαγμένα, βιολογικά, σκατά. Παντού σκατά! Ρωτάω. Με κατευθύνει με ένα κοκκινάδι για χαμόγελο στα σάπια της δόντια και μπόλικο σοβά στη μάπα. Πάω και ψάχνω, ψάχνω και τσουπ! Το βρίσκω επιτέλους, να στέκεται σε ένα ράφι και να μου κλείνει το μάτι πονηρά από μακριά. Απλώνω το χέρι. Η συσκευασία είναι στραπατσαρισμένη. Ψηλαφώ με τα δάχτυλα τα τρίματα από αυτά που κάποτε θα ήταν μπισκότα. Απογοητεύομαι στιγμιαία μέχρι να πιάσω μία συσκευασία από το βάθος του ραφιού, λίγο πιο ατσαλάκωτη και τα μπισκοτάκια λίγο πιο ακέραια. Πάω στο ταμείο. Άλλη μια σάπια, κόκκινη οδοντοστοιχία με σοβά στη μάπα με ρωτά: «Τιμολόγιο ή απόδειξη;». «Απόδειξη.» Με ρωτά αν έχω κάρτα supermarketόπουλος. «Δεν έχω» της λέω. Μου προτείνει να βγάλω γιατί έτσι, λέει, θα έχω έκπτωση σε ορισμένα προϊόντα και επιπλέον θα μαζεύω πόντους και με 1000 πόντους θα έχω μία δωροεπιταγή των 6 ευρώ. Το λέει αυτό με πειρισσό ενθουσιασμό πάντα δείχνοντας το κοκκινάδι που έχει μείνει στα σάπια της δόντια και το σοβά να ραγίζει σα λάσπη σε μέρα ξηρασίας και παραλείποντας φυσικά να μου αναφέρει ότι με κάθε αγορά 20 πραγμάτων, κερδίζεις το πολύ 10 πόντους. Της λέω πως θα το σκεφτώ. Ρωτά αν θα πληρώσω με πιστωτική. Της δίνω το τελευταίο χαρτονόμισμα των 50 ευρώ που έχω και είναι ακόμα αρχές του μήνα. Μου δίνει πρώτα την απόδειξη και μετά τα ρέστα που κουδουνίζουν μίζερα.
  Τα μπισκότα τώρα μου ανήκουν σκέφτομαι και δεν προσέχω τη γυάλινη πόρτα που δεν ανοίγει αυτόματα ως συνήθως. Χτυπάω πάνω της. Ένας υπάλληλος σπεύδει να με ρωτήσει αν είμαι καλά και μ’ ένα κόλπο την ανοίγει. Ντροπιασμένη σκίζω τη συσκευασία με αγωνία. Το μπισκότο είναι σε τρία κομμάτια. Τα πιάνω με τη χούφτα μου και τα χώνω στο στόμα μου. Μορφάζω. Δε μου πολυαρέσει. Ανήκει πλέον στο στομάχι μου και μετά θα ανήκει στη χέστρα, απ’ όπου θα διαλυθεί στα μόριά του και θα ανήκει στην ανυπαρξία, σαφώς λιγότερο εντυπωσιακά απ’ ότι υποσχόταν η διαφήμιση.
  Πετάω το άλλο και πάω στο αυτοκίνητο. Βάζω μπρος και το μετακινώ περίπου ένα μέτρο, όσο προχώρησαν οι άλλοι, κι η μουσική συνεχίζει να παίζει.
  Απλώς επειδή η φυλακή μας είναι μεγαλύτερη και πιο χρωματιστή, δεν παύει να είναι φυλακή κι, επιπλέον, μας κοστίζει ακριβά.
                                                                                                                            Ι.Α.

Ερώτηση: Μιλήστε για τη φυλακή σας. Πείτε κάτι από την καθημερινότητα.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Συζήτηση