Προσπάθησε να ανοίξει τα μάτια του. Στην αρχή δυσκολεύτηκε. Έπαιξε λίγο με τα βλέφαρα του. Υπήρχαν τσίμπλες που τον ενοχλούσαν. Τις έτριψε και τις ξεφορτώθηκε. Κοίταξε γύρω. Δεν είχε νόημα, πίσσα, σκοτάδι. Αναρωτήθηκε πόση ώρα ήταν αναίσθητος, ένα λεπτό ή ένα χρόνο. Στηρίχτηκε στα χέρια του και σηκώθηκε όρθιος αργά και με δυσκολία. Ήταν μουδιασμένος κι εξαντλημένος. Κάτι αναδεύτηκε δίπλα του. Τον άκουσε να φωνάζει το όνομά του. Ο αδερφός του είχε ξυπνήσει κι ήταν εξίσου τρομαγμένος. Δεν το έκρυβε πλέον ούτε αυτός. Ψηλάφισε στον αέρα μέχρι να βρει το χέρι του. Το έπιασε σφιχτά και το ένιωσε ιδρωμένο, όσο και το δικό του. Οι ανάσες τους ήταν γρήγορες και κοφτές. Ανατρίχιαζαν από το κρύο αλλά προσπάθησαν, με τα χέρια στον αέρα, να περπατήσουν προς τη μοναδική πηγή φωτός που υπήρχε, τη χαραμάδα κάποιας πόρτας προφανώς, κάπου πολύ χαμηλά. Θα έπρεπε με κάποιον τρόπο να κατεβούν αλλά ήταν διπλά μάταιο αφού ακούμπησαν σε παγωμένο μέταλλο. Βρίσκονταν σε κλουβί. Παραιτημένοι, σχεδόν έπεσαν πάνω στους γυμνούς τους κώλους, κάθησαν κι άρχισαν να περιμένουν με τα χέρια πάντα σφιχτά πλεγμένα και τα δάχτυλα να γλιστρούν από τον ιδρώτα.
Ένα ρυθμικό σφύριγμα ακούστηκε, γνώριμο, υπό τη συνοδεία βημάτων. Η έντασή τους ολοένα και αύξανε. Μετά, σταμάτησαν. Ακούστηκε ήχος από πόμολο που γυρίζει, ένα τρίξιμο πόρτας, φως διάχυτο, δύο βήματα ακόμη, πάλι τρίξιμο, πάλι το πόμολο και πάλι σκοτάδι. Ένας ανεπαίσθητος, κοφτός ήχος και ξαφνικά δυνατό φως έκανε τα μάτια τους να τσούζουν. Αφού συνήθισαν, περιεργάστηκαν τον απαγωγέα τους φοβισμένα. Χοντρή μέση και φουσκωμένη κοιλιά που ασφυκτιούσε πάνω από τη μεταλλική πόρπη της ζώνης. Παντελόνι, μαύρο και ασιδέρωτο, σχεδόν εφαρμοστό, που αναδείκνυε το αφύσικα μεγάλο όργανό του, και κατέληγε γυρισμένο λίγο πάνω από τους αστράγαλους. Και ‘κει, ένα ζευγάρι ξυπόλητα πέλματα να πηγαινοέρχονται μες στο δωμάτιο με τις φλέβες να πάλονται διακριτικά και τα δάχτυλα, τέλεια περιποιημένα, να χορεύουν λες και είχαν δικιά τους ζωή. «Τώρα θα διασκεδάσουμε» είπε και χαμογέλασε. Άρχισαν να ουρλιάζουν μα οι φωνές τους ήταν λεπτές και τσιριχτές.
***
Κατευθύνθηκε προς το μέρος του κλουβιού και τους κοίταξε επίμονα. Ξεφύσηξε κουρασμένα και τέντωσε τα τριχωτά του δάχτυλα μέχρι να κάνουν όλα από ένα ανατριχιαστικό «κρακ». Άνοιξε το πάνω μέρος του κλουβιού, το σήκωσε και το γύρισε μέσα σε ένα κουτί που βρισκόταν στο πάτωμα. Τα ανθρωπάκια έπεσα βίαια στον πάτο του κουτιού. Μετά από την πτώση, το ένα δεν μπορούσε να σηκωθεί από τον πόνο, ενώ το άλλο κούτσαινε. Άρχισαν να εξαπολύουν κατάρες και απειλές που τον έκαναν να ξεκαρδιστεί στα γέλια. Κάθησε οκλαδόν δίπλα στο κουτί, άρπαξε μία καρφίτσα κι άρχισε να παίζει, προσπαθώντας να τα πετύχει. Το όρθιο ανθρωπάκι ήταν αρκετά διασκεδαστικό. Ούρλιαζε κι έτρεχε γύρω γύρω μέσα στο κουτί υψώνοντας τα χέρια του πάνω από το κεφάλι και προσπαθώντας πότε πότε να πιάσει την καρφίτσα για να του την αποσπάσει. Το άλλο ανθρωπάκι όμως δεν κουνιόταν και περισσότερο έκλαιγε παρά ούρλιαζε. Σύντομα σταμάτησε να γελάει κι άρχισε να βαριέται. Ξεφύσηξε πάλι με ένα δυνατό «φφφφ».
Σηκώθηκε από τη θέση του και κατευθύνθηκε προς το ψυγείο που υπήρχε στο δωμάτιο, σέρνοντας τα βήματά του. Σύντομα άρχισε να σφυρίζει ρυθμικά βλέποντας με την άκρη του ματιού του το ένα ανθρωπάκι να έχει πέσει στα γόνατα, δίπλα στο άλλο, και να προσεύχονται μαζί σε θεούς και δαίμονες για σωτηρία. Γέλασε ειρωνικά. Άνοιξε το ψυγείο και έβγαλε από μέσα δύο ψωμάκια για σάντουϊτς, βούτυρο και τυρί. Άρχισε να αλείφει το βούτυρο σφυρίζοντας, έβαλε το τυρί και κατευθύνθηκε προς το κουτί. Έσκυψε από πάνω και άπλωσε την παλάμη του. Μια σταγόνα σάλιο ξέφυγε από το χείλι του. Με τα δυο του δάχτυλα έπιασε το ξαπλωμένο ανθρωπάκι που δεν του έφερνε αντίσταση. Το έχωσε ανάμεσα στα ψωμάκια. Αυτό ούρλιαζε. Άνοιξε το στόμα του. Αυτό ούρλιαζε. Έφερε το σάντουϊτς ανάμεσα στα δόντια του. Αυτό ούρλιαζε. Τα έκλεισε. Το ουρλιαχτό πνίγηκε κι αυτός μασούσε με ευχαρίστηση.
***
Έσφιξε τα βλέφαρά του με δύναμη. Τσίμπησε το μπράτσο του με περισσότερη δύναμη και δάγκωσε τη γλώσσα του μέχρι που γεύτηκε το αίμα του. Άνοιξε τα μάτια του. Διέκρινε τις τριχούλες στη μύτη του απαγωγέα τους. Δεν ήταν εφιάλτης. Ξαναέκλεισε τα μάτια του και άρχισε να κλαίει βουβά, τρομοκρατημένος. Ένιωθε την ανάσα του απαγωγέα να τον ζεσταίνει και μύριζε αυτό που μόλις είχε φάει. Το κουτί αναταράχτηκε και γύρισε ανάποδα σε χαμηλό ύψος από το πάτωμα. Έπεσε κάτω και τον άκουσε να λέει: «Άντε λοιπόν, τρέχα!». Άρχισε να τρέχει όσο γρήγορα του επέτρεπε το πονεμένο του πόδι, χωρίς να ξέρει πού να πάει και συνοδευόμενος από το σαρδόνιο γέλιο του απαγωγέα, του οποίου οι πατούσες τον ακολουθούσαν και συχνά τις έβλεπε από πάνω του και τις απέφευγε την τελευταία στιγμή. Σύντομα, άρχισε να λαχανιάζει και χώθηκε πίσω από το ψυγείο, προσπαθώντας να σκεφτεί. Αυτός, μετακινούσε το ψυγείο και έχωνε την πατούσα του από πίσω. Πισωπατούσε με μάτια γουρλωμένα προς τα πέλματα που αγωνιούσαν να τον φτάσουν και τις φλέβες τους που σκυροκοπούσαν. Ίσως κατάφερνε να περάσει κάτω από τη χαραμάδα εκείνης της πόρτας. Πήρε μια βαθιά ανάσα, ελίχτηκε, πέρασε ξυστά δίπλα από τα δαχτυλα κι άρχισε να τρέχει πάλι όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Ένιωσε την έκπληξη του απαγωγέα αλλά αμέσως τον πήρε από πίσω. Έτρεχε όλο και πιο γρήγορα. Τα πέλματα τον ακολουθούσαν. Έτρεχε. Τα πέλματα πλησίαζαν. Έτρεχε, η χαραμάδα ήταν μπροστά, ένας σάλτος χρειαζόταν. Σκιά.
Δεν πρόλαβε.
Ι.Α.
- Μακροφιλία: Η σεξουαλική προσφιλή για γιγαντιαία όργανα και για γιγαντιαίες μορφές από τις οποίες το άτομο επιθυμεί να συνθλίβεται.
- Βοροφιλία: Η σεξουαλική προσφιλή στο να τρώγεσαι από γιγαντιαία άτομα.
- Διαβόρος: Αυτός που τρώει.
- Διάβορος: Αυτός που τρώγεται.
- Ποδολαγνεία: Η σεξουαλική προσφιλή για τα κάτω άκρα.
Παραγγελία του φίλου μου Ε., που, για την ώρα, διαχειρίζεται τα πάθη του πιο δυνατά και πιο αξιοπρεπώς απ' ότι πίστευα ότι ποτέ θα δω και μπορούσα να φανταστώ ότι μπορεί να κάνει άνθρωπος και σίγουρα ο εαυτός μου. Τον ευχαριστώ για τη βοήθειά του.
Ερώτηση: Μιλήστε για τα πάθη σας, όποια κι αν είναι αυτά.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Συζήτηση