4 Οκτ 2011

Κατσαρίδες (part 1)

  Ξαφνικά, κάτι ανάδεψε τα σωθικά του. Ένας οξύς πόνος διαπέρασε τον εγκέφαλό του και κάθε άρθρωση του σκελετού του. Το στομάχι του συσπάστηκε  βίαια και αστραπιαία ξέρασε ό,τι είχε μέσα ανάμεικτο με κίτρινες βλένες. Διπλώθηκε. Τα μάτια του γούρλωσαν και τα ένιωθε να φουσκώνουν και να ξεφουσκώνουν ταχύτατα στο ρυθμό της καρδιάς του που χτυπούσε ολοένα και γρηγορότερα. Κοίταξε το στήθος του και την έβλεπε να προσπαθεί να το σκάσει από εκεί μέσα. Τα πλευρά του τον πίεζαν οδηνυρά και τα άκρα του πρήζονταν και ξεπρήζονταν, οι φλέβες του διογκώνονταν προσπαθώντας να διαπεράσουν το δέρμα του.
  Έριξε φευγαλέες ματιές γύρω του με όση όραση του απέμενε. Οι δρόμοι ήταν ασφυκτικά γεμάτοι από ησυχία. Τα φανάρια ήταν στη θέση τους και αναβόσβηναν από κόκκινο σε πράσινο και από πράσινο σε κίτρινο και μετά κόκκινο. Τα αυτοκίνητα όμως ήταν ακινητοποιημένα και άνθρωποι δεν υπήρχαν πουθενά. Τα μαγαζιά ήταν ανοιχτά, όπως όριζε η ώρα, αλλά τα εμπορεύματα εκτεθειμένα, δεν υπήρχαν πωλητές, ούτε πελάτες. Τα κτήρια ήταν τεράστια, αφύσικα τεράστια και έγερναν προς το μέρος του. Τα πεζοδρόμια και οι γραμμές στους δρόμους καμπυλώνονταν. Σύννεφα είχαν κρύψει τον ήλιο χωρίς να φαίνεται όμως να κινούνται προς τα κάπου. Ένα ανατριχιαστικό αεράκι φυσούσε παρασέρνοντας κωλόχαρτα από τους κάδους και τα παράθυρα των γραφείων στους πάνω ορόφους.  Όσο περνούσε η ώρα τα κτήρια έγερναν και πιο πολύ, μεγάλωναν και πιο πολύ και το γκράφιτι σε έναν γυμνό τοίχο μαύριζε με ένα μαύρο κολασμένο και έγραφε «βασανίζομαι». Μια κατσαρίδα πέρασε από δίπλα του βιαστικά και χάθηκε στον υπόνομο.
  Ούρλιαξε. Η κατσαρίδα είχε το μέγεθός του. Πισωπάτησε. Λίγο ακόμα και θα έπεφτε στον υπόνομο. Οι πόνοι είχαν περάσει. Κοίταξε το σώμα του. Όλα φαίνονταν στη θέση τους αλλά ήταν γυμνός. Ενστικτωδώς κοίταξε βιαστικά γύρω του και έβαλε τα χέρια του πάνω στο μόριό του. Πρώτα παρατήρησε τον υφασμάτινο σωρό δίπλα του, έμοιαζε με τα ρούχα του, μόνο που ήταν τεράστια. Ύστερα την πόλη γύρω του, είχε και πάλι φασαρία, μόνο που ήταν γιγαντιαία και τότε θυμήθηκε τρομαγμένος.
   «Ο αδερφός μου!». Άρχισε να στριφογυρνάει το κεφάλι του σα σβούρα χωρίς να τον νοιάζει πια το μόριό του. Τον είδε λίγο πιο πέρα με το ίδιο τρομακρατημένο βλέμμα να στριφογυρνάει το κεφάλι του σα σβούρα, γυμνό. Τον φώναξε και η φωνή του ήταν λεπτή και τσιριχτή. Τον φώναξε κι αυτός αλλά η φωνή του ήταν λεπτή και τσιριχτή. Έτρεξαν ο ένας προς τον άλλο. Αγκαλιάστηκαν. Συνειδητοποίησαν ότι έπρεπε να πάνε κάπου όπου θα είναι ασφαλείς γιατί οι άνθρωποι ήταν στη θέση τους και το χειρότερο, κινούνταν. Μπορούσαν να το καταλάβουν γιατί έβλεπαν παντού παπούτσια να πηγαινοέρχονται, μοκασίνια, γόβες, αθλητικά, σαγιονάρες, κάθε λογής παπούτσια κυκλοφορούσαν γύρω τους, άνοιγαν και έκλειναν με ταχύτητα, μπορούσαν να τα ακούσουν, μπορούσαν να είναι από κάτω τους.
  Άρχισαν να τρέχουν προς έναν τοίχο, μιαν άκρη, έτρεχαν κι ο αγώνας τους έμοιαζε να μην τελειώνει ποτέ. «Γκντουπ» χτύπησαν πάνω σε έναν γυάλινο τελικά τοίχο, πάνω στη φόρα τους. Οπισθοδρόμησαν και χτύπησαν πάλι σε γυάλινο τοίχο. Πήγαν δεξιά, πήγαν αριστερά, ο γυάλινος τοίχος ήταν εκεί. Ήταν περικυκλωμένοι και έβλεπαν καθαρά μία τεράστια κιτρινόμαυρη οδοντοστοιχία που αναδείκνυε όλη της τη σαπίλα. Από πάνω της, δύο μάτια, σχιστά από το γέλιο, γυάλιζαν θριαμβευτικά. Ανάμεσα τους τρίχες εξείχαν από τα ρουθούνια και πήγαιναν πέρα δώθε, πέρα δώθε από αγωνία κι ενθουσιασμό. Ξαφνικά, μια σκιά έπεσε απάνω τους κι ύστερα ο ήλιος κρύφτηκε εντελώς. Ύστερα, κάποιες χαραμάδες άνοιξαν και το φως άρχισε πάλι να τους φτάνει από όπου και έβλεπαν τι γινόταν. Άρχισαν να χάνουν την ισορροπία τους, έπεσαν κάτω. Η πτήση κράτησε δύο το πολύ δευτερόλεπτα και μετά όλα σκοτείνιασαν εντελώς. Ένα χαιρέκακο γέλιο ακούστηκε και άρχισαν πάλι να νιώθουν κίνηση επιβεβλημένη από έξω, παρέα με ένα ρυθμικό σφύριγμα. Ούρλιαζαν μα οι φωνές του ήταν λεπτές και τσιριχτές.

Συνεχίζεται...

                                                                                                                    I.A.

Παραγγελία του φίλου μου Ε., που, για την ώρα, διαχειρίζεται τα πάθη του πιο δυνατά και πιο αξιοπρεπώς απ' ότι πίστευα ότι ποτέ θα δω και μπορούσα να φανταστώ ότι μπορεί να κάνει άνθρωπος και σίγουρα ο εαυτός μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Συζήτηση